-
1 νεόδμητος
------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόδμητος
-
2 νεοαυξής
νεο-αυξής, ές,A = νεαύξητος. Hsch. s.v. νεοθρότοις:—also [suff] νεο-αύξητος, ον, Apollon.Lex.s.v. νεοαρδέα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοαυξής
-
3 νεοθηλής
2 of animals, new-born, νεβρός, μόσχος, Anacr.51, AP9.274 (Phil.), cf. Gal.4.718.3 metaph., fresh,εὐφροσύνη h.Hom.30.13
; ν. αὔξεται νικαφορία grows with youthful vigour, Pi.N.9.48; (lyr.).II ([etym.] θηλή) just giving milk,μαζός Opp.C.1.437
. [ νεοθᾰλής is also cited by Theognost. Can.136.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοθηλής
-
4 νεόκαυστος
νεό-καυστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόκαυστος
-
5 νεόκτιστος
A newly founded or built, Pi. l.c., P.4.206, Hdt.5.24, Th.3.100, Cic.Att.6.2.3; newly created, LXXWi.11.18:—also [suff] νεό-κτῐτος, ον, B. 16.126, Nonn.D.18.294.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόκτιστος
-
6 νεοπένης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοπένης
-
7 νεοπηγής
νεο-πηγής, ές,A lately built or made,Ῥώμη AP9.808
([place name] Cyrus); γυῖα Orac. ap. Eus.PE4.9:—also [suff] νεό-πηκτος, ον, fresh-curdled,τυρός Batr.38
; newly burnt,κεραμίς Hp.Mul.2.206
; newly built,θάλαμοι Hld.6.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοπηγής
-
8 νεοπλεκής
νεο-πλεκής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοπλεκής
-
9 νεοποίκιλος
νεο-ποίκῐλος, ον,A gloss on νεοσίγαλος, Sch.Pi.O.3.8:—also [suff] νεο-ποίκιλτος, ον, ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοποίκιλος
-
10 νεοπολίτης
A newly enfranchised citizen, Arist.Ath.21.4, D.S.14.7, Ath.4.138a, App.BC 1.49:—fem. [suff] νεο-πολῖτις, ιδος, as Adj., ν. πόλεις ib.76.2 Νεοπολίτης, v. Νεάπολις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοπολίτης
-
11 νεοπτορθής
νεο-πτορθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοπτορθής
-
12 νεόρρυτος
A fresh-flowing,πηγαὶ γάλακτος S.El. 894
;δάκρυα Νυμφᾶν Tim.Fr.7
;κάλλεα κηροῦ AP9.363.15
(Mel.);αἷμα Nonn.D.43.134
.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόρρυτος
-
13 νεότμητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεότμητος
-
14 νεοαλδής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοαλδής
-
15 νεοαλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοαλής
-
16 νεοάλωτος
A v.l. for νεάλωτος, Hdt.9.120.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοάλωτος
-
17 νεοαρδής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοαρδής
-
18 νεόβδαλτος
νεό-βδαλτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόβδαλτος
-
19 νεοβλαστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοβλαστής
-
20 νεόβλαστος
νεό-βλαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόβλαστος
См. также в других словарях:
Νέο Καρλόβασι — Κωμόπολη (υψόμ. 40 μ.) της Σάμου. Βρίσκεται προς τα βόρεια παράλια της Σάμου. Ήταν έδρα του πρώην δήμου Καρλοβασίων (21 τ. χλμ), στον οποίο ανήκαν και τα χωριά Σαμουλαίικα (υψόμ. 215 μ.), Σουρήδες (υψόμ. 220 μ.), το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία και … Dictionary of Greek
Νέο Αγιονέρι — Sp Nèo Agionèris Ap Νέο Αγιονέρι/Neo Agioneri L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Εράσμιο — Sp Nèo Erãsmijas Ap Νέο Εράσμιο/Neo Erasmio L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Καρλοβάσι — Sp Nèo Karlovãsis Ap Νέο Καρλοβάσι/Neo Karlovasi L Graikija (Samas) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Μοναστήρι — Sp Nèo Monastỹris Ap Νέο Μοναστήρι/Neo Monastiri L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Πετρίτσι — Sp Nèo Petricis Ap Νέο Πετρίτσι/Neo Petritsi L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Σούλι — Sp Nèo Sùlis Ap Νέο Σούλι/Neo Souli L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Αγιονέρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στα ΝΔ της Πικρολίμνης, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης … Dictionary of Greek
Νέο Αγρίδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας … Dictionary of Greek
Νέο Αμαρούσι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Ήταν έδρα της ομώνυμης πρώην κοινότητας (17 τ. χλμ.). Άλλοτε λεγόταν Δόλιανη … Dictionary of Greek
Νέο Άμστερνταμ — Πρώτος πυρήνας της σημερινής πόλης της Νέας Υόρκης, που ιδρύθηκε το 1625 με την εγκατάσταση αποίκων για λογαριασμό της Ολλανδικής Εταιρείας Δυτικών Ινδιών. Βλ. λ. Νέα Υόρκη … Dictionary of Greek