-
1 κρηπίδες
-
2 κρηπῖδες
-
3 κρηπίς
κρηπίς, ῖδος, ἡ, – 1) eine Art Schuhe od. Halbstiefel, crepida, nach B. A. 273, 18 εἶδος ὑποδήματος ἀνδρικοῦ ὑψηλὰ ἔχοντος τὰ καττύματα; Hegemon. bei Ath. XII, 522 a, öfter; XIV, 621 b stehen ὑποδήματα u. κρηπῖδες einander gegenüber; es werden übrigens viele verschiedene Arten derselben angeführt. – 2) übh. Grundlage, Fundament eines Gebäudes, Basis einer Bildsäule; βωμῶν Soph. Tr. 989, wie βωμίαν κρηπῖδα Eur. Herc. Fur. 985; ἀμφὶ κρηπῖδας δόμων Ion 510; Her. 1, 93; Xen. An. 3, 4, 6; Arist. Eth. 10, 4, 2 u. Sp.; – häufig übertr. die Grundlage; φαεννὰν ἐλευϑερίας κρηπῖδα βάλλεσϑαι, den Grund zur Freiheit legen, Pind. bei Plut. Them. 8, wie βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων Pind. P. 4, 138 u. κρηπῖδ' ἀοιδᾶν βαλέσϑαι 7, 3, den Gesang begründen, anheben; vgl. Eur. Herc. F. 1261; ähnlich Plat. ἐπὶ ταύτης οἷον κρηπῖδος μονίμου ἐποικοδομεῖν κόσμον πολιτικόν Legg. V, 736 e; vgl. Xen. Mem. 1, 5, 4. – Anders κοὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν Aesch. Pers. 801, wie wir sagen »auf den Grund kommen«. – 3) der Uferrand eines Flusses; Her. 1, 185. 2, 170; Pol. 8, 5, 2; τοῠ λιμένος 5, 37, 8. – 4) eine Art Kuchen, Poll. 6, 77.
-
4 κνημίς
κνημίς, ῖδος, ἡ (äol. accus. κνήμιν B. A. 1207, κνᾶμιν Eust. 265, 18), die Beinschiene, Bedeckung der κνήμη, also von dem Knie bis an die Knöchel reichend u. Schienbein u. Wade umschließend, wie sie die Soldaten trugen; sie bestanden aus zwei Theilen, die mit Spangen oder Schnallen an einander befestigt waren; κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔϑηκε καλάς, ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας Il. 19, 369; sie scheinen von überzinntem Eisenblech gewesen zu sein, 18, 613. 21, 592; auch von Messing, ὀρείχαλκος, Hes. Sc. 122. Aber Od. 24, 227, περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας ῥαπτὰς δέδετο, sind eine Art rindslederner Stiefel od. Gamaschen gemeint, die Laertes anlegte γραπτῠς ἀλεείνων, gegen die Dornen; κνημῖδες, αἰχμῆς καὶ πετρῶν προβλήματα Aesch. Spt. 676. Nach Pol. 11, 9, 4 von ὑποδεσμοί u. κρηπῖδες unterschieden u. über diesen getragen; Heliod. 9, 15 sagt ἡ κνημὶς ἀπ' ἄκρων ταρσῶν εἰς γόνυ διήκει συνάπτουσα πρὸς τὸν ϑώρακα. – Die Schiene ums Rad, D. Sic. 18, 27. – Dion. Per. 714 braucht es für κνημός. – [Κναμίδες mit kurzem ι findet sich bei Alcaeus Ath. XIV, 627 b in übertragener Bdtg vom Hause.]
-
5 νεό-τμητος
νεό-τμητος, frisch, eben erst geschnitten, abgeschnitten; Plat. Tim. 80 d; Theocr. 7, 134; κρηπῖδες, Luc. adv. ind. 6.
-
6 απλαι
-
7 νεοτμητος
дор. νεότμᾱτος 21) свежесрезанный(τὰ νεότμητα καρπῶν Plat.; οἰνάρεα Theocr.)
2) свежескроенный(κρηπῖδες Luc.)
-
8 Περσικαι
αἱ (sc. κρηπῖδες) персидская обувь Arph. -
9 Σκυθικαι
-
10 κρηπίς
A man's high boot (cf. AB273), half-boot, Hegem. Parod.4, X.Eq.12.10, Thphr.Char.2.7 (dub.): distd.from ὑποδήματα, Aristocl.Hist.8; κ. λευκαί, a mark of effeminacy, Timae.82.b κρηπῖδες soldiers' boots, i.e. soldiers themselves, Theoc.15.6.II generally, groundwork, foundation, basement of a building or altar, Hdt.1.93, S.Tr. 993(anap.), E. Ion38(pl.), HF 985, X.An.3.4.7, IG12.372.67; κ. καὶ στυλοβάτας ib.42(1).102.7 (Epid.); τύμβου 'πὶ κρηπῖδ' E.Hel. 547: metaph.,βάλλεσθαι κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων Pi.P.4.138
; κ. ἀοιδᾶν βαλέσθαι ib.7.3;ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας Id.Fr.77
;κ. γένους E.HF 1261
;ἡ ἐγκράτεια ἀρετῆς κ. X.Mem.1.5.4
, cf. Onos.4.4: οὐδέπω κακῶν κ. ὕπεστιν we have not yet got to the bottom of misery, A.Pers. 815;κ. θαλάσσης Opp.H.3.453
, 5.48; κ. καὶ ἕδρα νόσου foundation and seat of disease, Max.Tyr.13.7.2 walled edge of a river or canal, quay, Hdt.1.185,2.170, Plb.5.37.8, PTeb.382.9 (i B. C.); abutment of a bridge, Epigr.Gr.1078.3 ([place name] Adana); tiers of seats in a theatre, IG11(2).203 A 95 (Delos, iii B. C.).IV a bandage, Sor.Fasc.59. -
11 Χῖαι
-
12 Χῖος
A of or from Chios, Χῖαι [κρηπῖδες] Hp.Art.62, cf. Aristomen.11, etc.;σύκινα PCair.Zen.33.12
(iii B. C.); Χ. ἀοιδός, i. e. Homer, Theoc.7.47;χ. ἄνθρωπος D.35.52
: prov., Χῖος δεσπότην ὠνήσατο 'caught a Tartar', Eup.269.b esp.οἶνος Χ. Ar.Ec. 1139
: freq. without οἶνος, Id.Fr.216.3, etc.;ἐν ἀκρήτῳ Χίῳ AP7.422
(Leon.).2 as Subst., Χῖοι or οἱ Χῖοι the Chians; without Art., Hdt.1.142, Th.1.19, 3.32, etc.; with Art., Id.8.15,22, etc.II ὁ Χῖος (sc. βόλος), = κύων v1, the worst throw of the dice (cf. χιάς), i. e. the external face of the ἀστράγαλος (Ruf.Oss. 38), with the ace-dot, opp. Κῷος (q. v.),Χῖος παραστὰς Κῷον οὐκ ἐᾷ λέγειν Stratt.23
, cf. Arist.Cael. 292a29, AP7.422 (Leon.), Poll. 7.204, 205, Zen.4.74: hence prov., Χῖος πρὸς Κῷον ibid. (in Arist. HA 499b29 χῖα is cj. for ἰσχία, κῷα for κῶλα).2 οὐ Χῖος ἀλλὰ Κεῖος, v. Κέως. -
13 ἁπλόος
A twofold, and so,I single, , cf. X. Cyr.1.3.4 ([comp] Comp.);ἁπλῷ τείχει περιτειχίζειν Th.3.18
;δὶς τόσ' ἐξ ἁπλῶν κακά S.Aj. 277
; ; .II simple, plain, straightforward,κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς Pi.N.8.36
;ἁ. ὁ μῦθος A.Ch. 554
;ἁ. λόγῳ Id.Pr. 610
,al.; ὡς ἁ. λόγῳ ib.46, Ar.Ach. 1151; ἁ. λόγος the matter is simple, E.Hel. 979; ἁ. διήγησις simple narrative (without dialogue), Pl.R. 392d; οὐκ ἐς ἁπλοῦν φέρει leads to no simple issue, S.OT 519;ἁπλᾶ γε καὶ σαφῆ λέγω μαθεῖν Alex.240.7
;οὐδὲν ἔχω ἁπλούστερον λέγειν X.Cyr.3.1.32
; of single-membered periods, Demetr.Eloc.17, etc.; of habits,ἁπλούστατος βίος Plb.9.10.5
;νόμοι λίαν ἁ. καὶ βαρβαρικοί Arist.Pol. 1268b39
;ἁπλοῦν ἦν.. ἀποθανεῖν
a plain course,Men.
14.b of persons, or their words, thoughts, and acts, simple, open, frank, ;ἁ. καὶ γενναῖος Pl.R. 361b
, etc.;ἁ. τρόποι E.IA 927
; opp. δόλος, Ar.Pl. 1158;πρὸς τοὺς φίλους ὡς ἁπλούστατον εἶναι X. Mem.4.2.16
.c simple-minded,ὁ κριτὴς ὑπόκειται εἶναι ἁ. Arist. Rh. 1357a12
, cf. HA 608b4 ([comp] Comp.), Rh. 1367a37; in bad sense, simple, silly, Isoc.2.46;λίαν γὰρ ἁπλοῦν τὸ νομίζειν.. Arist.Mete. 339b34
.III simple, opp. compound or mixed, Pl.R. 547e, etc.; opp. μεμιγμένος, κεκραμένος, Arist.Metaph. 989b17, Sens. 447a18;ἁ. χρώματα Id.Col. 791a1
; ἁ. ὀνόματα, opp. διπλᾶ, Id.Po. 1457a31; also of nouns, without the article, A.D.Synt.98.17, al.; of the positive adjective, Plu.2.412e, etc.b ἁ. βιβλία rolls containing a single author, Id.Ant.58.d ἁ. ἐπίδεσμος, a kind of bandage, Hp.Off.7, etc.3 simple, unqualified (cf.ἁπλῶς 11.3
),οὐ πάνυ μοι δοκεῖ.. οὕτως ἁπλοῦν εἶναι ὥστε.. Pl.Prt. 331b
, cf. Smp. 206a, Tht. 188d, al.IV Adv. ἁπλῶς, v. sub voc.V [comp] Comp. and [comp] Sup. ἁπλούστερος, ἁπλούστατος, v. supr.; irreg. [comp] Sup.ἁπλότατος AP6.185
(Zos.). (Cf. δι-πλόος; ἁ- = sṃ; - πλόος perh. identical with πλοῦς 'voyage', cf. Serb. jedan put '(one journey, hence) once'; transition from 'once' to 'simple' as in Lett. vienkars?ἁπλόοςXs 'simple' (cf. Lith. vienkart 'once').) -
14 κνημίς
κνημίς, ῖδος, ἡ, die Beinschiene, Bedeckung der κνήμη, also von dem Knie bis an die Knöchel reichend u. Schienbein u. Wade umschließend, wie sie die Soldaten trugen; sie bestanden aus zwei Teilen, die mit Spangen oder Schnallen an einander befestigt waren; sie scheinen von überzinntem Eisenblech gewesen zu sein; auch von Messing; περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας ῥαπτὰς δέδετο, sind eine Art rindslederner Stiefel od. Gamaschen gemeint, die Laertes anlegte γραπτῠς ἀλεείνων, gegen die Dornen, von ὑποδεσμοί u. κρηπῖδες unterschieden u. über diesen getragen. Die Schiene ums Rad -
15 βλαύτη
Grammatical information: f.Meaning: `slipper' (Com.).Other forms: βλαῦδες ἐμβάδες, κρηπῖδες, σανδάλια H. (reshapingof βλαῦται after ἐμβάδες is hardly the solution; s. below).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: A foreign word (Schwyzer 61), prob. Pre-Gr. (τ\/δ).Page in Frisk: 1,242Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βλαύτη
См. также в других словарях:
κρηπῖδες — κρηπίς man s high boot fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της … Dictionary of Greek
BLAUTAE seu BLAUTIA — sandalii genus. Hesychius, βλαύτια, κρηπῖδες ἢ ςανδάλια, Blautia crepidae vel sandalia. Et quidem Cynicorum proprium: vetus Epigr. Leonidae Ο᾿ ςκήπων καὶ ταῦτα τὰ βλαύτια, πότνια Κύπρι, Α῎γκειται Κυνικοῦ ςκῦλα Ποσωχἀρεος Ο῎λπη τε ῥυπὀεςςα,… … Hofmann J. Lexicon universale
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κρηπιδοπώλης — κρηπιδοπώλης, ὁ (AM) αυτός που πωλούσε κρηπίδες, δηλ. υποδήματα («ἥκειν τις Ἀθήνηθεν λέγεται κρηπιδοπώλης», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + πώλης (< πωλῶ)] … Dictionary of Greek
μελαγκρήπις — μελαγκρήπις, ιδος, ὁ, ἡ (ΑM) αυτός που έχει μαύρες κρηπίδες, δηλαδή που φορά μαύρα υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κρηπίς «υπόδημα» (πρβλ. μονο κρήπις)] … Dictionary of Greek
παγετοθαλάσσιος — α, ο φρ. «παγετοθαλάσσια ιζήματα» γεωλ. αποθέσεις, με ποικίλο μέγεθος κόκκων, στον πυθμένα τών θαλασσών, οι οποίες έχουν μεταφερθεί στις ηπειρωτικές κρηπίδες από παγετώνες ή αποτέθηκαν στην ανοιχτή θάλασσα με την τήξη τών παγόβουνων … Dictionary of Greek
ραπιδοποιός — όν, Α το αρσ. ως ουσ. ὁ ῥαπιδοποιός αυτός που κατασκευάζει ή διακοσμεί κρηπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαπίς, ίδος «είδος υποδήματος» + ποιός*] … Dictionary of Greek
υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek