Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κρηπῖδες

См. также в других словарях:

  • κρηπῖδες — κρηπίς man s high boot fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της …   Dictionary of Greek

  • BLAUTAE seu BLAUTIA — sandalii genus. Hesychius, βλαύτια, κρηπῖδες ἢ ςανδάλια, Blautia crepidae vel sandalia. Et quidem Cynicorum proprium: vetus Epigr. Leonidae Ο᾿ ςκήπων καὶ ταῦτα τὰ βλαύτια, πότνια Κύπρι, Α῎γκειται Κυνικοῦ ςκῦλα Ποσωχἀρεος Ο῎λπη τε ῥυπὀεςςα,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • κρηπιδοπώλης — κρηπιδοπώλης, ὁ (AM) αυτός που πωλούσε κρηπίδες, δηλ. υποδήματα («ἥκειν τις Ἀθήνηθεν λέγεται κρηπιδοπώλης», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + πώλης (< πωλῶ)] …   Dictionary of Greek

  • μελαγκρήπις — μελαγκρήπις, ιδος, ὁ, ἡ (ΑM) αυτός που έχει μαύρες κρηπίδες, δηλαδή που φορά μαύρα υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κρηπίς «υπόδημα» (πρβλ. μονο κρήπις)] …   Dictionary of Greek

  • παγετοθαλάσσιος — α, ο φρ. «παγετοθαλάσσια ιζήματα» γεωλ. αποθέσεις, με ποικίλο μέγεθος κόκκων, στον πυθμένα τών θαλασσών, οι οποίες έχουν μεταφερθεί στις ηπειρωτικές κρηπίδες από παγετώνες ή αποτέθηκαν στην ανοιχτή θάλασσα με την τήξη τών παγόβουνων …   Dictionary of Greek

  • ραπιδοποιός — όν, Α το αρσ. ως ουσ. ὁ ῥαπιδοποιός αυτός που κατασκευάζει ή διακοσμεί κρηπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαπίς, ίδος «είδος υποδήματος» + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»