Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νεφρ-ιαῖος

См. также в других словарях:

  • -ιαίος — παραγωγική κατάλ. πολλών επιθ. τής αρχ. ελλ. με ευρεία χρήση και στη νέα ελλ. Δημιουργήθηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αιος* με ι , το οποίο εμφανίζουν ορισμένες λ. στο θέμα τους (πρβλ. γων ι αίος, ημιωβολ ι αίος, οργυ ι αίος, ραχ ι αίος, σταδ ι… …   Dictionary of Greek

  • νοτιαίος — νοτιαῑος, αία, ον (ΑΜ) αυτός που βρίσκεται στον νότο, νότιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. νεφρ ιαίος, νωτ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • ητριαίος — ἠτριαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στο υπογάστριο, τού υπογαστρίου,τής κοιλιάς 2. το ουδ. ως ουσ. τό ἠτριαῑον το στομάχι, η κοιλιά 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡτριαία η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήτρον «υπογάστριος» + ιαίος (πρβλ. νεφρ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • οβελιαίος — α, ο (Α ὀβελιαῑος, αία, ον) 1. αυτός που έχει σχήμα οβελού και, γενικά, ράβδου, ραβδοειδής 2. φρ. «οβελιαία ραφή» η ραφή με την οποία συνδέονται τα δύο βρεγματικά οστά τού κρανίου νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που έχει διεύθυνση από τα εμπρός προς τα… …   Dictionary of Greek

  • τραχηλιαίος — α, ο / τραχηλιαῖος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράχηλο ή αυτός που βρίσκεται γύρω από τον τράχηλο, τραχηλικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ τραχηλιαῖον το μέρος γύρω από τον τράχηλο («τὸ τραχηλιαῖον τοῡ βοός», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»