Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νεικεστήρ

См. также в других словарях:

  • νεικεστήρ — και, κατά δ. γρφ., νεικητήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. κατήγορος, επιτημητής 2. φιλόνικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νεικεσ (πρβλ. απρμφ. αόρ. νεικέσ(σ)αι τού ρ. νεικέω) + επίθημα τήρ, δηλωτικό τού δράστη ενέργειας, πρβλ. μνησ τήρ, νασ τήρ] …   Dictionary of Greek

  • νεικεστήρ — wrangler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεικεστῆρα — νεικεστήρ wrangler masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεικητήρ — νεικητήρ, ῆρος, ὁ (Α) βλ. νεικεστήρ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»