-
1 νεικεστήρ
-
2 νεικεστηρ
-
3 νεικεστήρ
νεικεστήρwrangler: masc nom sg -
4 νεικεστήρ
νεικεστήρ, ῆρος, ὁ, der Zankende, Streitende, Scheltende -
5 νεικεστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεικεστήρ
-
6 νεικητήρ
-
7 νεικεστήρα
-
8 νεικεστῆρα
-
9 νεικητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεικητήρ
См. также в других словарях:
νεικεστήρ — και, κατά δ. γρφ., νεικητήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. κατήγορος, επιτημητής 2. φιλόνικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νεικεσ (πρβλ. απρμφ. αόρ. νεικέσ(σ)αι τού ρ. νεικέω) + επίθημα τήρ, δηλωτικό τού δράστη ενέργειας, πρβλ. μνησ τήρ, νασ τήρ] … Dictionary of Greek
νεικεστήρ — wrangler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεικεστῆρα — νεικεστήρ wrangler masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεικητήρ — νεικητήρ, ῆρος, ὁ (Α) βλ. νεικεστήρ … Dictionary of Greek