-
1 νεικεστηρ
См. также в других словарях:
νεικεστήρ — και, κατά δ. γρφ., νεικητήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. κατήγορος, επιτημητής 2. φιλόνικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νεικεσ (πρβλ. απρμφ. αόρ. νεικέσ(σ)αι τού ρ. νεικέω) + επίθημα τήρ, δηλωτικό τού δράστη ενέργειας, πρβλ. μνησ τήρ, νασ τήρ] … Dictionary of Greek
νεικεστήρ — wrangler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεικεστῆρα — νεικεστήρ wrangler masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεικητήρ — νεικητήρ, ῆρος, ὁ (Α) βλ. νεικεστήρ … Dictionary of Greek