-
1 νεικείω
-
2 περι-ώσιος
περι-ώσιος (wahrscheinlich für περιούσιος, denn die Ableitung der Alten von περιαύω ist unrichtig), unmäßig, übermäßig, überschwänglich; gew. adv., gar sehr, allzu sehr, περιώσιον νεικείω, ϑαυμάζω, Il. 4, 359 Od. 16, 203; Soph. frg. 604; auch περι-ώσια, H. h. 18, 41; u. c. gen., περιώσιον ἄλλων, viel mehr als die Andern, vor den Andern, H. h. Cer. 363, wie περιώσιον ἄλλων μεγασϑενῆ Pind. I. 4, 3; einzeln bei sp. D.: ἔργον, Ep. ad. 594 (IX, 197); δειμαίνω, Coluth. 93; ἄλλων, Ap. Rh. 1, 466.
-
3 νεικέω
νεικέω, ep. auch νεικείω, fut. νεικέσω, ep. auch νεικέσσω, aor. ἐνείκεσα u. ἐνείκεσσα, zanken, streiten; absol., δύο δ' ἄνδρες ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς ἀνδρὸς ἀποφϑιμένου, Il. 18, 498; τινί, mit Einem, δείδια, μή μοι ὀπίσσω νεικείῃ, Od. 17, 189, γυναῖκας, αἴτε νεικεῦσ' ἀλλήλῃσιν, Il. 20, 254; mit hinzutretendem Objectsaccusativ, τίη ἔριδας καὶ νείκεα νῶϊν ἀνάγκη νεικεῖν ἀλλήλοισιν ἐναντίον, ibd. 252; häufiger c. acc. der Person, Einen ausschelten, anfahren, tadeln, beschimpfen, Il. 2, 221. 19, 86 u. öfter, Ἀγαμέμνονα νείκεε μύϑῳ, 2, 224, νείκειον δ' Ὀδυσῆα χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν, Od. 22, 26, vgl. Il. 4, 241. 15, 210, ἄλλον μειλιχίοις, ἄλλον στερεοῖς ἐπέεσσιν νείκεον, 12, 268, νεικέσω, 10, 115, τὸν δ' Ἕκτωρ νείκεσσεν ἰδὼν αἰσχροῖς ἐπέεσσιν, 3, 38; vom Paris heißt es ὃς νείκεσσε ϑεὰς – τὴν δ' ᾔνησε, er tadelte, verschmähte die Hera und Athene, 24, 29, welche Stelle aber Aristarch verwarf; Od. 11, 512 ist νεικέσκομεν von Wolf richtig in νικάσκομεν geändert. – Sonst nur einzeln bei sp. D. In Prosa nur Her. 8, 125 : ἐνείκεε Θεμιστοκλέα, klagte ihn an.
См. также в других словарях:
νεικείω — (Α) ιων. τ. βλ. νεικέω … Dictionary of Greek
νεικείω — νεικέω quarrel pres subj act 1st sg νεικέω quarrel pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεικέω — νεικέω, ιων. τ. νεικείω (Α) [νείκος] 1. φιλονικώ, ερίζω («νεικέων δὲ ὁ Ἀμορφάρετος λαμβάνει πέτρον ἀμφοτέρῃσι τῇσι χερσί», Ηρόδ.) 2. λογομαχώ 3. στενοχωρώ με λόγια κάποιον, επιπλήττω, κακολογώ, κατηγορώ («νείκεσσεν δ Ὀδυσσῆα χολωτοῑσιν ἐπέεσσιν» … Dictionary of Greek