Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ναυσίη

См. также в других словарях:

  • ναυσίη — ναυσιάω pres imperat act 2nd sg (doric) ναυσιάω imperf ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nausea — Wamble redirects here. For the American guitarist, see Doug Wamble. For other uses, see Nausea (disambiguation). Nausea …   Wikipedia

  • ναυσία — και ιων. τ. ναυσίη, ἡ (Α) ναυτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + κατάλ. ία, με συριστικοποίηση τού τ προ τού ι (πρβλ. φυτόν φύσ ις)] …   Dictionary of Greek

  • ναυτία — η (Α ναυτία και ιων. τ. ναυσίη) 1. ζάλη η οποία οφείλεται στον κλυδωνισμό πλοίου 2. μτφ. αηδία, αποστροφή («η φλυαρία του μού προκάλεσε ναυτία».) νεοελλ. ιατρ. αίσθημα δυσφορίας στη στομαχική χώρα που συνδυάζεται με αίσθημα αηδίας για λήψη τροφής …   Dictionary of Greek

  • υποναύσιος — ον, Α αυτός που υποφέρει από ελαφράς μορφής ναυτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ναυσιος (< ναυσίη /ναυτία), πρβλ. ἐπι ναύσιος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»