-
1 Νικων
-
2 νικῶν
побеждающийпобеждающему победившие побеждающегоΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νικῶν
-
3 αναγορευω
публично объявлять(κήρυγμα Polyb.; τι ὑπὸ κηρύκων Plut.)
; провозглашать(τινά τινα Plut.)
ἀ. τινὰ ἥκειν Aeschin. — объявить кому-л. приказ явиться;νικῶν ἀνηγορεύετο Dem. — он был объявлен победителем -
4 ανακηρυσσω
атт. ἀνακηρύττω(τινά Her.)
νικῶν ἀνακηρυχθῆναι Her. — быть провозглашенным как победитель2) публично назначать(σῶστρά τινος Xen.; στέφανον Luc.)
3) разглашатьμέ ἀνακηρυχθῇ τι εἰς πᾶσαν τέν πόλιν Aeschin. — чтобы весть о чем-л. не разнеслась по всему городу
-
5 φθονεω
1) завидовать(Hom., Xen.; φ. τινί τινος Plat.)
ὅ φθονῶν ἐπὴ κακοῖς τοῖς τῶν πέλας ἡδόμενος ἀναφανήσεται Plat. — завистливый обнаруживает радость по поводу несчастий ближних;τοῖς ἀγαθοῖς τινος φ. Xen. — завидовать чьему-л. счастью;φθονεῖσθαι διά τι Xen. — быть предметом зависти из-за чего-л.;νικῶν οὐκ ἂν θαυμάζοιο, ἀλλὰ φθονοῖο Xen. — как победитель ты стал бы предметом не восхищения, а зависти ( слова Симонида Гиерону)2) питать злобу, ненавидеть3) отказывать (из зависти или недоброжелательства)τί τ΄ ἄρα φθονέεις ἀοιδὸν τέρπειν ; Hom. — почему ты не позволяешь певцу услаждать (нас)?;
οἱ (θεοὴ) ἐφθόνησαν ἄνδρα ἕνα τῆς Ἀσίης βασιλεῦσαι Her. — боги воспротивились тому, чтобы один человек воцарился в Азии;преимущ. — с отрицанием μή или οὐ:— не отказывать, соглашаться (οὐκ ἂν ἔγωγε τούτων σοι φθονέοιμι ἀγορεῦσαι Hom.):οὔ τινα φθονέω δόμεναι Hom. — я не против того, чтобы кто-нибудь подал (тебе что-л.);μή μοι φθόνει λέγων Aesch. — не скрывай от меня ничего;μέ φθόνει μοι ἀποκρίνασθαι τοῦτο Plat. — не откажи в любезности ответить мне на это;οὐ φθονῶ σ΄ ὑπεκφυγεῖν Soph. — я согласна на твое бегство
См. также в других словарях:
Νίκων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νίκων — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από τη Νάπολη της Ιταλίας και ήταν στρατιωτικός. Πηγαίνοντας προς την Κωνσταντινούπολη και περνώντας από τη Χίο, έμεινε σε σπήλαιο του όρους Γάνου, όπου βαφτίστηκε και χειροτονήθηκε ιερέας … Dictionary of Greek
Νικῶν — Νίκη victory fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικῶν — νῑκῶν , νίκη victory fem gen pl νῑκῶν , νῖκος for ever neut gen pl (attic epic doric) νῑκῶν , νικάω conquer pres part act masc voc sg νῑκῶν , νικάω conquer pres part act neut nom/voc/acc sg νῑκῶν , νικάω conquer pres part act masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίκων — νί̱κων , νικάω conquer imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) νί̱κων , νικάω conquer imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τὸ νικᾶν αὐτὸν ἑαυτὸν πασῶν νικῶν πρώτη καὶ ἀρίστη. — См. Самообладание превыше всякого владычества … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Άγιος Νίκων — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 146 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο του νομού, κοντά στα σύνορα με το νομό Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκτρου … Dictionary of Greek
Νίκωνα — Νίκων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νίκωνι — Νίκων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νίκωνος — Νίκων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… … Dictionary of Greek