-
1 ανακηρυσσω
атт. ἀνακηρύττω(τινά Her.)
νικῶν ἀνακηρυχθῆναι Her. — быть провозглашенным как победитель2) публично назначать(σῶστρά τινος Xen.; στέφανον Luc.)
3) разглашатьμέ ἀνακηρυχθῇ τι εἰς πᾶσαν τέν πόλιν Aeschin. — чтобы весть о чем-л. не разнеслась по всему городу
См. также в других словарях:
ανακηρύσσω — (Α ἀνακηρύσσω) (αττ. ττω) 1. απονέμω επίσημα τίτλο, αναγορεύω 2. γνωστοποιώ δημόσια, ανακοινώνω αρχ. 1. πουλώ σε δημοπρασία, βγάζω στο σφυρί 2. υπόσχομαι δημόσια αμοιβή με κήρυκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κηρύσσω. ΠΑΡ. ανακήρυξις νεοελλ. ανακηρυκτής … Dictionary of Greek
προαναποφωνώ — έω, Α κηρύσσω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνά + ἀποφωνῶ «αναφωνώ»] … Dictionary of Greek