-
1 μωρ'
μῶρα, μωρόςdull: neut nom /voc /acc plμῶρα, μωρόςdull: neut nom /voc /acc plμῶρε, μωρόςdull: masc voc sgμῶρε, μωρόςdull: masc /fem voc sgμῶραι, μωρόςdull: fem nom /voc pl -
2 μῶρ'
μῶρα, μωρόςdull: neut nom /voc /acc plμῶρα, μωρόςdull: neut nom /voc /acc plμῶρε, μωρόςdull: masc voc sgμῶρε, μωρόςdull: masc /fem voc sgμῶραι, μωρόςdull: fem nom /voc pl -
3 μωραίνω
A : [tense] aor. (troch.): —[voice] Pass., v. infr. 11: ([etym.] μῶρος):—to be silly, foolish, drivel, E. l.c., X. Mem.1.1.11, Phld.Mus.p.103K., Luc.Nav.45, etc.; play the fool, Arist.EN 1148b2: c. acc. cogn., πεῖραν μ. make a mad attempt, A. l.c.; οὐδεὶς.. ταῦτα μωραίνει indulges in these follies, E.Fr.282.22: euphem. of illicit love,γυναῖκα μωραίνουσαν Id.Andr. 674
.II causal, make foolish, convict of folly,ἡ βουλὴ αὐτῶν μωρανθήσεται LXX Is.19.11
; ἐμωράνθην σφόδρα ib.2 Ki.24.10, cf. 1 Ep.Cor.1.20:—[voice] Pass., to become foolish, be stupefied, [αἶγες] ἑστᾶσιν ὥσπερ μεμωραμμέναι Arist. HA 610b30
(sed cf. μωρόομαι); to become insipid,ἐὰν τὸ ἅλας μωρανθῇ Ev.Matt.5.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μωραίνω
-
4 μώρανσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μώρανσις
-
5 μωρεύω
-
6 μωρία
A folly, Hdt.1.146;μωρίας πλέως S.Aj. 1150
, cf. 745; μωρίην ἐπιφέρειν τισί to impute folly to them, Hdt.1.131; μωρίαν ὀφλισκάνειν to be charged with it, S. Ant. 470;ἐδόκει μ. εἶναι ταῦτα Th.5.41
; μωρίᾳ φιλονικεῖν foolishly, Id.4.64; τῆς μ. what folly! Ar.Nu. 818, Ec. 787;εἰς τοῦτ' ἀφῖχθε μωρίας D.9.54
;πολλὴ μ. τοῦ διανοήματος Pl.Lg. 818d
; of illicit love, E.Hipp. 644, Ion 545. -
7 ἦμαρ
Grammatical information: n.Meaning: `day' (Il.; s. below).Dialectal forms: Myc. amor. amorama \/āmōramar\/ `day after day'? Diwijamero perhaps \/dwi(y)āmeron\/ period of two days', Lamberterie, BSL 94 (1999) 264. Dor. Arc. ἆμαρ, - ατος;Compounds: As 2. member e. g. in ἐνν-, ἑξ-, αὑτ-, παν-, προ-ῆμαρ `nine days long' etc. (Hom.); on the type of comp. Leumann Hom. Wörter 100f. (against Wackernagel Glotta 2, 1ff.). As 1. member e. g. ἡμερό-κοιτος `taking his layer by day, sleaping by day' (Hes.); as 2. member e. g. in ἐφ-ήμερος (Pi., IA; - έριος Od.) `living only a day, transient, dayly' with ἐφημερίς, - ία, - εύω, - ευτήριον.Derivatives: ἠμάτιος `daily, at day' (Hom., Hes.). - Lengthened form ἡμέρα, Ion. - ρη, Dor. etc. ἀμέρα, Locr. ἀμάρα `id.' (Il.); on the meaning v. Windekens Philol. Stud. 11-12, 25ff. On τήμερον, μεσημβρία s. v. Derivv. ἡμέριος ( ἁμ-) `living only one day, dayly' (trag.), ἡμερινός `belonging to the day' (IA.; Chantraine Formation 201), ἡμερήσιος (- ίσιος?; s. Debrunner Glotta 13, 169) `lasting one day, belonging to the day, dayly' (IA.; Chantraine 42), ἡμεραῖος `id.' (pap.), ἡμερούσιος adv. `dayly' (pap. IVp; after ἐπιούσιος; Debrunner l. c.). Denomin. verb ἡμερεύω `spend the day', also with prefix, δι-, παν- (IA.); from there ἡμέρευσις `spending the day' (Aq.).Etymology: A cognate to ἦμαρ, which was Ionisized from Aeol. ἆμαρ and from Homer in Dorianising poetry, also taken over in ceremonial prosaic formulae (Arc. ἄματα πάντα), is Arm. awr `day' (IE * āmōr; cf. τέκμαρ: - μωρ); further not in any language group. Lengthened ἡμέρα (Locr. ἀμάρ-α), on which see Chantraine Formation 228, may have its spiritus from ἑσπέρα (Schwyzer 305, Wackernagel Unt. 45 A. 1). On ἦμαρ and ἡμέρη in Homer Debrunner Mus. Helv. 3, 40ff.; on ἦμαρ used as plural Leumann Hom. Wörter 100, who sees in it against Wackernagel, Benveniste a. o. as an innovation. S. μεσημβρίαPage in Frisk: 1,634-635Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἦμαρ
См. также в других словарях:
μωρ(ο)- — (ΑΜ μωρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μωρός, ά, όν καί προσδίδει στο δηλούμενο από το β συνθετικό τη σημ. «ανόητος, κουτός, άμυαλος» (πρβλ. μωρόσοφος, μωροπόνηρος, μωροφιλόδοξος). Παράλληλα προς αυτό το σύστημα τών λόγιων… … Dictionary of Greek
μῶρ' — μῶρα , μωρός dull neut nom/voc/acc pl μῶρα , μωρός dull neut nom/voc/acc pl μῶρε , μωρός dull masc voc sg μῶρε , μωρός dull masc/fem voc sg μῶραι , μωρός dull fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) … Dictionary of Greek
καλαματιανός — Ελληνικός χορός, ίσως ο δημοφιλέστερος, πιθανόν εξαιτίας του κεφάτου ρυθμού και των απλών βημάτων του. Αρχικά ο κ. αποτελούσε τον δεύτερο τύπο ενός επίσης πολύ δημοφιλούς ελληνικού χορού, του συρτού. Ο πρώτος συρτός ακολουθούσε το μέτρο των 8/8… … Dictionary of Greek
καμπανέλι — το (Μ καμπανέλλι και καμπανέλι) μικρή καμπάνα, καμπανάκι, κωδωνίσκος νεοελλ. ναυτ. καθένας από τους μικρούς κιονίσκους τού καταστρώματος, στους οποίους δένονται οι πόδες τών ιστίων, ποδοδέτης, κν. μπαμπαδέλι μσν. καμπαναριό, κωδωνοστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
μωραγάπητος — μωραγάπητος, η, ον (Μ) αυτός που αγαπά κάποιον υπερβολικά, που έχει αδυναμία σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρόν) + ἀγαπητός με επιτατ. σημ. αντί τὴς υποκορ. (πιθ. κατ επίδραση τὴς σημ. τοὺ μωρός), πρβλ. και ακρο (III)] … Dictionary of Greek
μωρελεήμων — μωρελεήμων, ὁ (Μ) αυτός που ελεεί τους μωρούς, ο Θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + ἐλεήμων] … Dictionary of Greek
μωροαπρομήθευτος — μωροαπρομήθευτος, η, ον (Μ) ελάχιστα προνοητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρόν) + ἀπρομήθευτος «απερίσκετος»] … Dictionary of Greek
μωροαχαμνός — μωροαχαμνός, ή, όν (Μ) αυτός που έχει περιορισμένες ικανότητες ή δυνατότητες σε κάτι, ο αδύνατος σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρόν) + ἀχαμνός] … Dictionary of Greek
μωροαψύς — μωροαψύς, ύ (Μ)·λίγο ευέξαπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρόν) + ἁψύς] … Dictionary of Greek
μωροβλάπτης — μωροβλάπτης, ὁ (ΑΜ) μωρός που επιφέρει βλάβες, φθοροποιός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός ) + βλάπτω] … Dictionary of Greek