Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μῶνος

  • 1 μωνος

         μῶνος
        3
        дор. = μόνος См. μονος

    Древнегреческо-русский словарь > μωνος

  • 2 μονος

         μόνος
        ион. μοῦνος, дор. μῶνος 3
        1) один-единственный, только один
        

    (εἷς καὴ μ. καὴ τελειὸς οὐρανός Arst.)

        ὅ μ. ἔην μετὰ πέντε κασιγνήτῃσιν Hom. (Долон) был единственным (сыном) при пяти сестрах

        2) (= εἶς См. εις) один
        

    τάδ΄ ἐκ δυοῖν ἔρρωγεν, ού μόνου, κακά Soph. — эти бедствия обрушились не на одного (из них), а на обоих

        3) один, одинокий
        

    (μέ λίπῃς μ΄ οὕτω μόνον Soph.)

        σὺν τέκνοις μόνη μόνοις Eur. — одна наедине со своими детьми;
        μ. ἀπ΄ ἄλλων Soph. — уединенно, вдали от прочих;
        σοῦ μ. Soph. — покинутый тобой;
        αὐτὸς καθ΄ αὑτὸν μ. Plat. — сам по себе, отдельный, особый;
        κατὰ μόνας (v. l. καταμόνας) Thuc. — одними своими силами, один или одни - см. μόνον

    Древнегреческо-русский словарь > μονος

См. также в других словарях:

  • μώνος — μῶνος, α, ον (Α) (δωρ. τ.) βλ. μόνος …   Dictionary of Greek

  • μῶνος — μόνος alone masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • λειμώνας — ο (AM λειμών, ῶνος) τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βοσκή, λιβάδι, βοσκοτόπι («ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν ἐαρινοῑσι», Ησίοδ.) αρχ. 1. συνεκδ. κάθε λαμπρή και ανθηρή επιφάνεια 2. το γυναικείο αιδοίο 3. στον πληθ. οἱ λειμῶνες τα άνθη 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • δρυμῶνος — δρῡμῶνος , δρυμών fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • men-4 —     men 4     English meaning: small, to diminish     Deutsche Übersetzung: “klein, verkleinern; vereinzelt”     Note: partly with u , u̯o , partly with k formant     Material: u , u̯o stem: Arm. manr, gen. manu ‘small, thin, fine”, manuk “kid,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»