Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μῡκ-ηθμός

См. также в других словарях:

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κυκηθμός — κυκηθμός, ὁ (Α) σύγχυση, ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυκῶ «ανακατεύω, αναμιγνύω» + επίθημα ηθμός (πρβλ. ελκ ηθμός, μυκ ηθμός)] …   Dictionary of Greek

  • λυκηθμός — λυκηθμός, ὁ (Α) κραυγή, ουρλιαχτό λύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + επίθημα ηθμός, κατά το μυκ ηθμός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»