-
1 μυελοεις
-
2 μῡελόεις
μῡελόεις, εσσα, εν, markig, voll Mark, ὀστέα, Od. 9, 293; ὄστρεα, gallertartig, Matron bei Ath. IV, 135 a; vgl. ποτὸς ὄρνιϑος, Nic. Al. 59, wo der Schol. erkl. τὸν ὡς μυελὸς γενόμενον ἐκ τῆς ἑψήσεως; daher = nahrhaft, fett.
-
3 μυελόεις
A full of marrow,σάρκας τε καὶ ὀστέα μυελόεντα Od.9.293
; fat, rich,ὄστρεα μ. Matro
ap.Ath.4.135a; of chicken broth, Nic.Al.59.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυελόεις
-
4 μῦελόεις
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μῦελόεις
-
5 μῡελόεις
-
6 μυελόεν
μυελόειςfull of marrow: masc voc sgμυελόειςfull of marrow: neut nom /voc sg -
7 μυελόεντα
μυελόειςfull of marrow: neut nom /voc /acc plμυελόειςfull of marrow: masc acc sg -
8 μῡελός
μῡελός, ὁ, Mark; μυελὸς αὖτε σφονδυλίων ἔκπαλτο, Il. 20, 482; μυελὸν οἱον ἔδεσκε καὶ οἰῶν πίονα δημόν, 22, 501; auch übertr. ἄλφιτα u. ἀλείατα μυελὸς ἀνδρῶν, Mark der Männer, die nahrhafte, stärkende Speise, Od. 2, 290. 20, 108; νεαρὸς μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων, Aesch. Ag. 76; das Gehirn, κόμης δὲ λευκὸν μυελὸν ἐκραίνει, Soph. Tr. 778; übertr. sagt Eur. πρὸς ἄκρον μ υελὸν ψυχῆς, Hipp. 255; ὀστέα μυελῶν περιφράγματα, Tim. Locr. 100 b; διαυχένιος καὶ νωτιαῖος, Plat. Tim. 54 a, öfter, u. Folgde. – Bei Alexis in Ath. III, 117 d, εἶτ' εἰς λοπάδιον ὑποπάσας ἡδύσματα, ἐνϑεὶς τὸ τέμαχος, λευκὸν οἶνον ἐπιχέας, ἐπεσκέδασα τοὔλαιον· εἶϑ' ἕψων ποιῶ μυελόν, scheint eine Art Gallerte gemeint; vgl. Mein. zu Philox. coen. (Ath. XIV, 643) III p. 638 u. μυελόεις. – Uebh. das Innere, Sp. – Uebtr. nennt Theocr. 28, 18 Syrakus νάσω Τρινακρίας μυελόν. – [Υ, bei Hom. stets lang, ist bei den Attikern gewöhnlich kurz, wie in den angeführten Stellen der Tragg.; auch zuweilen bei sp. Ep., vgl. Iac. A. P. p. XCIV; so auch in den Ableitungen.]
См. также в других словарях:
μυελόεις — μυελόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος από μυελό, από μεδούλι 2. (κατ επέκτ.) μαλακός, τρυφερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις)] … Dictionary of Greek
μυελόεν — μυελόεις full of marrow masc voc sg μυελόεις full of marrow neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελόεντα — μυελόεις full of marrow neut nom/voc/acc pl μυελόεις full of marrow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… … Dictionary of Greek