-
1 μῡελός
μῡελός, ὁ, Mark; μυελὸς αὖτε σφονδυλίων ἔκπαλτο, Il. 20, 482; μυελὸν οἱον ἔδεσκε καὶ οἰῶν πίονα δημόν, 22, 501; auch übertr. ἄλφιτα u. ἀλείατα μυελὸς ἀνδρῶν, Mark der Männer, die nahrhafte, stärkende Speise, Od. 2, 290. 20, 108; νεαρὸς μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων, Aesch. Ag. 76; das Gehirn, κόμης δὲ λευκὸν μυελὸν ἐκραίνει, Soph. Tr. 778; übertr. sagt Eur. πρὸς ἄκρον μ υελὸν ψυχῆς, Hipp. 255; ὀστέα μυελῶν περιφράγματα, Tim. Locr. 100 b; διαυχένιος καὶ νωτιαῖος, Plat. Tim. 54 a, öfter, u. Folgde. – Bei Alexis in Ath. III, 117 d, εἶτ' εἰς λοπάδιον ὑποπάσας ἡδύσματα, ἐνϑεὶς τὸ τέμαχος, λευκὸν οἶνον ἐπιχέας, ἐπεσκέδασα τοὔλαιον· εἶϑ' ἕψων ποιῶ μυελόν, scheint eine Art Gallerte gemeint; vgl. Mein. zu Philox. coen. (Ath. XIV, 643) III p. 638 u. μυελόεις. – Uebh. das Innere, Sp. – Uebtr. nennt Theocr. 28, 18 Syrakus νάσω Τρινακρίας μυελόν. – [Υ, bei Hom. stets lang, ist bei den Attikern gewöhnlich kurz, wie in den angeführten Stellen der Tragg.; auch zuweilen bei sp. Ep., vgl. Iac. A. P. p. XCIV; so auch in den Ableitungen.]
-
2 μυελός
Grammatical information: m.Meaning: `marrow' (Il.).Other forms: ep. ῡ metr. lengthening. Late Greek has μυαλός, rejected by Phrynichos.Compounds: Some compp., e.g. ἀ-μύελος `without marrow' (Arist.).Derivatives: μυελ-όεις `full of marrow' (Od.), - ώδης `marrow-like' (Arist.), - ινος `soft as marrow' (AP); μυελόομαι `be changed into marrow, consist of marrow' (LXX).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: On the formation cf. πιμελή `fat' with comparable meaning. Prob. to μυών `ball of muscles, knot' (s. μῦς) with n: l-variation as in ἀγκών: ἀγκάλη etc. (Specht Ursprung 84). Both the weak marrow and the weak muscles form an opposition to the hard knuckle. As in Latin by medulla, in Greek the old word for `marrow' in Skt. majján-, OHG mark etc. was replaced by μυελός (Porzig Gliederung 211). -- Wrong older interpretations were rejected by Bq. But the word has no further etymology; Chantraine Fom. 244 is prob. right that the word is Pre-Greek. Fur. 350 adduces μυαλός as evidence, but this may be recent and is unreliable.Page in Frisk: 2,264Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μυελός
-
3 μυελος
эол. μύελος ὅ(Hom. ῡ, атт. ῠ)
1) костный мозгμ. σφονδυλίων ἔκπαλτο Hom. — мозг брызнул из позвонков
2) (тж. νωτιαῖος μ. Plat., Arst.) спинной мозг Arst.3) головной мозг4) бот. сердцевина, мякоть(οἱ μυελοὴ τῶν δένδρων Arst.)
5) сила, крепость(νεαρός Aesch.; ἄλφιτα μ. ἀνδρῶν Hom.)
Τρινακρίας μ. Theocr. — оплот Тринакрии, т.е. Сиракузы6) перен. недра, глубь, глубина(ψυχῆς Eur.)
-
4 μυελός
μυελός, ὁ,A marrow, μυελὸς αὖτε σφονδυλίων ἔκπαλθ' Il.20.482, cf. Pl.Ti. 73b sq., 91b, Thphr.HP1.2.6, etc.: pl., Ti.Locr.100b; brain, S.Tr. 781, Gal.UP8.4; μ. ῥαχίτης spinal cord, Hp.Coac. 499;μ. νωτιαῖος Diocl.Fr.141
.3 marrow as good food,ἐπὶ γούνασι πατρὸς μυελὸν οἶον ἔδεσκε Il.22.501
(but ἄλφιτα μ. ἀνδρῶν, as becoming or making marrow, Od.2.290, cf. 20.108): metaph.,φάγεσθε τὸν μ. τῆς γῆς LXX Ge.45.18
.4 metaph.,νεαρὸς μ. A.Ag.76
(anap.); πρὸς ἄκρον μ. ψυχῆς marrow, inmost part, E.Hipp. 255 (anap.); Τρινακρίας μ., of Syracuse, Theoc. 28.18. -
5 μῦελός
μῦελός: marrow; fig., of nourishing food, μῦελὸς ἀνδρῶν, Od. 2.290.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μῦελός
-
6 μῡελός
μῡελός, ὁ, Mark; übertr. ἄλφιτα u. ἀλείατα μυελὸς ἀνδρῶν, Mark der Männer, die nahrhafte, stärkende Speise; das Gehirn. Übh. das Innere. Übtr. Syrakus = νάσω Τρινακρίας μυελόν -
7 μυελός
μυελόςmarrow: masc nom sg -
8 μυελός
μυελός, οῦ, ὁ (‘marrow’ Hom. et al.; Gen 45:18; Job 21:24; 33:24; TestSol 18:11 P; Jos., Bell. 6, 204; Tat. 12:2 μυελῶν τε καὶ ὀστέων; on the spelling s. B-D-F §29, 2) metaph. of the inmost part (Eur., Hipp. 255 πρὸς ἄκρον μυελὸν ψυχῆς) pl. marrow (Jos., Bell. 6, 205) Hb 4:12 (Alciphron 3, 40, 2; Heliod. 3, 7, 3 ἄχρις ἐπʼ ὀστέα κ. μυελούς).—DELG. -
9 μυελός
-
10 μυελός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μυελός
-
11 μυελός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μυελός
-
12 μυελός
мозг (костный, спинной или головной).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μυελός
-
13 μυελός
-οῦ + ὁ N 2 1-0-0-2-0=3 Gn 45,18; Jb 21,24; 33,24marrow Jb 33,24; marrow, delicious food Gn 45,18 Cf. HARL 1986a, 292 -
14 μυελός
la medul.la, el moll -
15 μυελός
marrowΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μυελός
-
16 πολυ-μύελος
πολυ-μύελος, von od. mit vielem Marke, Hippocr.
-
17 ἀ-μύελος
-
18 ὀστίτης μυελός
ὀστίτης μυελός, ὁ, Knochenmark -
19 μυελούς
μυελόςmarrow: masc acc pl -
20 μυελόν
μυελόςmarrow: masc acc sg
См. также в других словарях:
μυελός — marrow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… … Dictionary of Greek
μυελός των οστών — Ιστός που περιέχεται στα οστά και αναγεννά μερικές κατηγορίες μορφολογικών στοιχείων του αίματος· αποτελείται από ένα πυκνό δίχτυ αργυρόφιλων ινιδίων, μέσα στο οποίο βρίσκονται δικτυοκύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα με πολυάριθμα αιμοφόρα… … Dictionary of Greek
μυελός — ο ουσία που εμπεριέχεται στα οστά, το μεδούλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νωτιαίος μυελός — Στοιχείο του κεντρικού νευρικού συστήματος. Βλ. λ. μυελός οστών … Dictionary of Greek
προμήκης μυελός — Η συνέχεια προς τα επάνω του νωτιαίου μυελού. (Bλ. νευρικό κεντρικό σύστημα) … Dictionary of Greek
μυελοῖς — μυελός marrow masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελούς — μυελός marrow masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελῶ — μυελός marrow masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελῶν — μυελός marrow masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελῷ — μυελός marrow masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)