Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προμήκης

См. также в других словарях:

  • προμήκης — prolonged masc/fem acc pl (attic epic doric) προμήκης prolonged masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) προμήκης prolonged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμήκης — όμηκες, ΝΑ νεοελλ. φρ. α) «προμήκης μυελός» τμήμα τού εγκεφαλικού στελέχους που αποτελεί συνέχεια τού άνω άκρου τού νωτιαίου μυελού, περνά από το ινιακό τρήμα και καταλήγει ενούμενο με τη γέφυρα και το οποίο αποτελείται από φαιά ουσία [κυτταρικά… …   Dictionary of Greek

  • προμήκης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, ουδ. πληθ. η, αυτός που εκτείνεται προς τα εμπρός, προτεταμένος, που προεξέχει, ο μακρουλός: Προμήκης μυελός (τμήμα του νωτιαίου μυελού) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προμήκης μυελός — Η συνέχεια προς τα επάνω του νωτιαίου μυελού. (Bλ. νευρικό κεντρικό σύστημα) …   Dictionary of Greek

  • προμηκέστερον — προμήκης prolonged adverbial comp προμήκης prolonged masc acc comp sg προμήκης prolonged neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμήκει — προμήκης prolonged masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) προμήκης prolonged masc/fem/neut dat sg προμήκεϊ , προμήκης prolonged dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμήκη — προμήκης prolonged neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προμήκης prolonged masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) προμήκης prolonged masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμήκεα — προμήκης prolonged neut nom/voc/acc pl (epic ionic) προμήκης prolonged masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμήκεις — προμήκης prolonged masc/fem acc pl προμήκης prolonged masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόμηκες — προμήκης prolonged masc/fem voc sg προμήκης prolonged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμηκεστέρῳ — προμήκης prolonged masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»