-
1 Μαλάκ'
Μαλακέ, Μαλακόςsoft: masc voc sg -
2 μαλάκ'
μαλακά, μαλακόςsoft: neut nom /voc /acc plμαλακά̱, μαλακόςsoft: fem nom /voc /acc dualμαλακά̱, μαλακόςsoft: fem nom /voc sg (doric aeolic)μαλακέ, μαλακόςsoft: masc voc sgμαλακαί, μαλακόςsoft: fem nom /voc pl -
3 μαλακ-όστρακος
μαλακ-όστρακος, weichschaalig, Arist. part. anim. 2, 8 H. A. 1, 1, Ggstz von τραχυόστ., 4, 9.
-
4 μαλακ-όφθαλμος
μαλακ-όφθαλμος, weichäugig, κύκλος, Umschreibung des Θ, Theodect. bei Ath. X, 454 e.
-
5 μαλακ-αυγητός
μαλακ-αυγητός, Beiwort des Schlafes, Arist. paean. in Herm. (Ilgen scol. 31; Ath. XV, 696 b), von αὐγή, sanft blickend oder weiches, gebrochenes Blickes; Andere schreiben μαλακαύχητος u. leiten es also von αὐχέω ab, etwa »sanft prahlend«, was keinen angemessenen Sinn giebt.
-
6 μαλακ-ευνέω
μαλακ-ευνέω, weich betten, Hippocr. Davon
-
7 μαλακ-εύνητος
μαλακ-εύνητος, weich gebettet, Strab.
-
8 μαλακ-ώδης
μαλακ-ώδης, ες, = μαλακο-ειδής, ές, Sp.
-
9 μαλακαύγητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακαύγητος
-
10 μαλάκεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλάκεια
-
11 μαλακευνέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακευνέω
-
12 μαλακευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακευτικός
-
13 μαλακία
A softness, Hp.Aër.20: hence, of persons, moral weakness, opp. καρτερία, Arist.EN 1150a31, cf. Hdt.6.11, Th.1.122, Lys.10.11, X.Smp.8.8, D.11.22, etc.;τῇ σαυτοῦ ζυγομάχει μ. Men.201.5
.2 = κιναιδεία, Ph.2.306, Plu.CG4, D.C.58.4.3 weakliness, sickness, LXX Ge.42.4, Ev.Matt.4.23, Ps.-Hdt.Vit.Hom.36, POxy.1151.27 (v A. D.); μ. σώματος, opp. ψυχῆς, Phld.Mus.p.30 K.II calmness of the sea, malacia ac tranquillitas, Caes.BG3.15.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακία
-
14 μαλάκια
μᾰλᾰκ-ια, τά,A cephalopod mollusca, i.e. water-animals of soft substance, without external shells, Arist.HA 523b2, PA 654a10, al., Diocl.Fr.132.II v. μαλάχιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλάκια
-
15 μαλακιάω
A become soft,τῶν βοῶν, ἂν εἰς τὰς χηλὰς μαλακιῶσι, προσαλείφειν τὰ ἄκρα τῶν κεράτων Plu.2.559f
codd. (fort. μαλκίωσι); v. μαλκίω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακιάω
-
16 μαλακίζομαι
Aμαλακισθήσομαι D.C.38.18
: [tense] aor.ἐμαλακίσθην Th.2.42
, al., Pl.Sph. 267a, D.24.175: less freq. in med. form ἐμαλακισάμην, X.Ap.33, Cyr.4.2.21:— to be softened or made effeminate, show weakness or cowardice, οὔτε πλούτου τις.. ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη, οὔτε πενίας ἐλπίδι Th.l.c.; of soldiers,μὴ ὄντος χωρίου.. ὅποι ἂν μαλακισθέντες σωθείητε Id.7.77
;κἂν αὐτὸς μαλακίζηται X. Cyr.2.3.3
; μ. πρὸς τὸν θάνατον meet death like a weakling, Id.Ap. l.c.3 to be weakly, Arist.HA 605a25, Thphr.Char.1.4, PSI4.420.16 (iii B. C.), SIG2850.24 (Delph., ii B. C.): acc. to Phot. applied to men in [dialect] Att., opp. ἀσθενεῖν, of women, but this is not so; cf. Alciphr. 2.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακίζομαι
-
17 μαλάκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλάκιον
-
18 μαλακιστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακιστέον
-
19 μαλακίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακίων
-
20 μαλακτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακτέον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Μαλάκ' — Μαλακέ , Μαλακός soft masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλάκ' — μαλακά , μαλακός soft neut nom/voc/acc pl μαλακά̱ , μαλακός soft fem nom/voc/acc dual μαλακά̱ , μαλακός soft fem nom/voc sg (doric aeolic) μαλακέ , μαλακός soft masc voc sg μαλακαί , μαλακός soft fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλιβά — επίρρ. [θλιβός] με τρόπο θλιβερό, θλιβερά, λυπημένα, λυπητερά,θλιμμένα («κι εκοίταξες θλιβά πιο πέρα», Μαλακ.) … Dictionary of Greek
λειόστρακος — λειόστρακος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λείο, ομαλό όστρακο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λειόστρακον είδος στρειδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + όστρακος (< ὄστρακον), πρβλ. μαλακ όστρακος, σκληρ όστρακος] … Dictionary of Greek
μαλάζω — και μαλάσσω (AM μαλάσσω, Α αττ. τ. μαλάττω) 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι ή με μηχανή 2. (σχετικά με μέταλλο) καθιστώ επεξεργάσιμο, μαλακώνω («ὁ σίδηρος ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενος αὖθις ὑπὸ ψυχροῡ πυκνοῡται», Πλούτ.) 3. καταπραΰνω,… … Dictionary of Greek
μαλαχτάρι — το 1. εργαλείο τών κτιστών με το οποίο μαλάσσεται ο πηλός 2. ζυμωτική μηχανή, ο μαλακτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαλακτάρι < θ. μαλακ τού μαλάσσω + κατάλ. τάρι (πρβλ. κρεμασ τάρι)] … Dictionary of Greek
μελανόμματος — μελανόμματος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ὄμμα, ὄμματος «οφθαλμός» (πρβλ. γλαυκ όμματος, μαλακ όμματος)] … Dictionary of Greek
πατερίων — ὁ, Α (μόνο στην κλητ.) προσαγόρευση σε γηραιά πρόσωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατέριον (< πάτερ) + εκφραστικό επίθημα ίων (πρβλ. μαλακ ίων, λαγυν ίων)] … Dictionary of Greek
ποντίζω — ΝΜΑ [πόντος] βυθίζω στη θάλασσα («οὐδ ἐπόντισε σκάφος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. ρίχνω την άγκυρα στη θάλασσα για αγκυροβολία πλοίου σε όρμο ή σε λιμάνι, φουντάρω («πόντισον!» [εκτελεστικό κέλευσμα] άφησε την άγκυρα να πέσει στη θάλασσα) 2. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek
προσφερτός — ή, ό, Ν [προσφέρω] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να προσφέρει ως δώρο («να δώσω δε μου μένει / παρά ο διπλός χιτώνας μου, κι αυτός /... στον πιο γυμνότερό μου, προσφερτός», Μαλακ.) … Dictionary of Greek
σελ(λ)ωτός — ή, ό, Ν [σελ(λ)ώνω] (για άλογο) αυτός στον οποίο έχει προσδεθεί σέλα («το σελλωτό σπαθάτο τής Αραπιάς... φρουμάζει», Μαλακ.) … Dictionary of Greek