Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μύρσος

См. также в других словарях:

  • μύρσος — μύρσος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κόφινος ὦτα ἔχων, ὃς καὶ ἄρριχος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι απόψεις ότι η λ. συνδέεται με τα μάραθον, μόργος δεν θεωρούνται πιθανές. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ.] …   Dictionary of Greek

  • Μύρσος — basket masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρσος — basket masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύρσον — Μύρσος basket masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρσον — μύρσος basket masc acc sg μύρω flow aor imperat act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύρσου — Μύρσος basket masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρσου — μύρσος basket masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύρσων — Μύρσος basket masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρσων — μύρσος basket masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύρσῳ — Μύρσος basket masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρσῳ — μύρσος basket masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»