-
1 μιτος
(ῐ) ὅ1) нить основы Hom., Anth.κατὰ μίτον Polyb. — непрерывно, подряд
2) струна(μίτοις ἀντιμελίζειν Anth.)
3) ткань(μ. πολυώψ Anth.)
-
2 μίτος
ο1) прям., перен. нить;μίτος των ιδεών — нить мыслей;
2) текст, нить основы; уток;§ ο μίτος της Αριάδνης — нить Ариадны
-
3 αραχναιος
-
4 επταμιτος
-
5 ευμιτος
-
6 λειομιτος
-
7 λεπτομιτος
-
8 πολυμιτος
-
9 πολυωψ
-
10 σφιγκτος
3[adj. verb. к σφίγγω См. σφιγγω]1) связанный(ἀλυκτοπέδῃ Anth.)
2) плотно обвитый(ἀμφὴ κόμαισι μίτος Anth.)
См. также в других словарях:
μίτος — thread of the warp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίτος — ο (ΑΜ μίτος) 1. νήμα, κλωστή 2. (στην υφαντική) η κλωστή τού στημονιού νεοελλ. φρ. α) «ο μίτος τής Αριάδνης» μέσο για ανακάλυψη διεξόδου από δυσχερή και περίπλοκη κατάσταση β) «ο μίτος τών ιδεών» ο ειρμός τών σκέψεων, το ξετύλιγμα, το νήμα, η… … Dictionary of Greek
μίτοι — μίτος thread of the warp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίτοις — μίτος thread of the warp masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίτοισι — μίτος thread of the warp masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίτοισιν — μίτος thread of the warp masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίτον — μίτος thread of the warp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίτου — μίτος thread of the warp masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίτους — μίτος thread of the warp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίτων — μίτος thread of the warp masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίτῳ — μίτος thread of the warp masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)