Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μίανσις

См. также в других словарях:

  • μίανσις — pollution fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιάνσει — μίανσις pollution fem nom/voc/acc dual (attic epic) μιάνσεϊ , μίανσις pollution fem dat sg (epic) μίανσις pollution fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίανσιν — μίανσις pollution fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίανση — η (Α μίανσις) [μιαίνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μιαίνω, βεβήλωση, μαγάρισμα 2. μόλυνση, ρύπανση 3. μτφ. ηθική μόλυνση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»