-
1 μελανος
-
2 μελανός
-
3 μέλανος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μέλανος
-
4 μελας
μέλαινα, μέλᾰν, gen. μέλᾰνος, μελαίνης, μέλᾰνος1) черный(ναῦς, γαῖα Hom.; πέπλοι Eur.; καπνός Aesch.)
; темный(νύξ Aesch.; κῦμα Hom.; αἷμα Soph.)
; темно-красный(οἶνος Hom.)
2) окутывающий тьмой(ἄχεος νεφέλη, νέφος θανάτοιο, θάνατος Hom.)
3) мрачный, жестокий(Ἄρης, Ἐρινύς Aesch.; φόνος Pind.)
4) зловещий, несчастный(ὄναρ Aesch.; ἡμέραι Plut.)
5) глухой, тусклый(φωνή Arst.)
6) загадочный, темный(ἱστορίη Anth.)
7) бессовестный, гнусный(ἄνθρωποι Plut.)
-
5 δομος
ὅ1) тж. pl. дом, здание, жилище(οἴκαδε - δόμον εἴσω Hom.; καθῆσθαι ἐν δόμοισιν Arph.)
2) комната, зал, покой(δ. ἐν Διὸς οἴκῳ Theocr.)
3) тж. pl. (тж. ἱερὸς δ. Hom.) храм, святилище(Ἀπόλλωνος δόμοι Eur.)
4) дворец, чертоги или владения, царство(Διὸς δ. Hom.; Ἅιδου δόμοι Soph.)
5) стойло6) кладка, слой, ряд(δόμοι πλίνθων Her.)
τοὺς τοίχους ἐπὴ πεντεκαίδεκα δόμους κατασκευάσαι ἐκ μέλανος λίθου Diod. — сложить стены из 50 слоев черного камня7) pl. дом, отчизна, родина(ἔξω δόμων καὴ πάτρας ὠθεῖν τινα Aesch.)
8) тж. pl. дом, семья(ἄθλιος δ., sc. Οἰδίπου Soph.)
9) ящик, сундук, ларец(κέδρινοι δόμοι Eur.)
-
6 δοχειον
-
7 ευμελανος
-
8 καλαμος
(κᾰ) ὅ1) тж. собир. камыш, тростник(καλάμου εἶχον τὰς ὀροφὰς αἱ οἰκίαι Her.; οἱ κάλαμοι οἱ πεφυκότες ἐν ταῖς λίμναις Arst.; κ. ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενος NT.; στεφανωσάμενος καλάμῳ λευκῷ Arph.)
2) тростниковая тычина(κάλαμοι, ἐν οἷς ἱστᾶσι τὰς ἀμπέλους Arst.)
3) тростниковая свирель, цевница(Πανός Eur.)
5) тростниковая палочка для письма, перо6) тростниковая цыновка7) стебель, солома(τοῦ σίτου Xen.)
8) ( на ткани) полоска(κάλαμοι χρύσεοι Anth.)
πήχεις, т.е. ок. 3.1 метра (μετρῆσαι τέν πόλιν τῷ καλάμῳ NT.) -
9 κυανος
I.Iὅ лазоревый камень Plat.II3(только в compar.) темно-синий, иссиня-черный Anacr., Luc.II.I(ῠ) ὅ1) вороненая сталь(θριγκὸς κυάνοιο Hom.)
2) синяя глазурь Luc.3) предполож. синий дрозд Arst.II(ῠ) ἥ василек Anth. -
10 φαιος
-
11 χαρτης
См. также в других словарях:
μελανός — black pigment masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανός — ή, ό (ΑM μελανός, ή, όν, Μ και μελενός, ή, ον) μέλας, μαύρος νεοελλ. 1. μελανωπός, μελανιασμένος, μαυρειδερός 2. φρ. α) «μελανό σημείο» μτφ. η δυσάρεστη, κακή πλευρά ενός έργου, μιας υπόθεσης ή μιας κατάστασης β) «μελανός νάνος» αστρον. ουράνιο… … Dictionary of Greek
μελανός — ή, ό μαύρος ή σχεδόν μαύρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μέλανος — Μέλας black masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλανος — μέλας black masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανά — μελανός black pigment neut nom/voc/acc pl μελανά̱ , μελανός black pigment fem nom/voc/acc dual μελανά̱ , μελανός black pigment fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανώτερον — μελανός black pigment adverbial comp μελανός black pigment masc acc comp sg μελανός black pigment neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανωτάτων — μελανός black pigment fem gen superl pl μελανός black pigment masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανόν — μελανός black pigment masc acc sg μελανός black pigment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανώτατον — μελανός black pigment masc acc superl sg μελανός black pigment neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαναῖς — μελανός black pigment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)