Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μέλανος

  • 1 сизый

    сизый
    прил μελανός, μουντός, ἐρυθ-ρομέλας.

    Русско-новогреческий словарь > сизый

  • 2 теиевой

    теиев||ой
    прил
    1. (находящийся в тени) σκιερός, σύσκιος, ἀπόσκιος:
    \теиевойа́я сторона дома τό ἀνήλιο μέρος τοῦ σπιτιοὔ·
    2. жив. σκιώδης, μέ σκιά·
    3. перен (отрицательный) σκοτεινός, μελανός:
    \теиевойые стороны жизни οἱ σκοτεινές πλευρές τής ζωής.

    Русско-новогреческий словарь > теиевой

  • 3 темный

    темн||ый
    прил
    1. σκοτεινός/ σκούρος, μελανός (о цвете):
    \темныйая ночь ἡ σκοτεινή νύχτα1 \темныйое платье τό σκούρο φόρεμα· \темныйые волосы τά μαύρα (или τά σκοῦρα) μαλλιά·
    2. (неясный, неизвестный) σκοτεινός:
    \темныйые места в книге οἱ σκοτεινές σελίδες τοῦ βιβλίου·
    3. (подозрительный) ὕποπτος, σκοτεινός:
    \темныйое прошлое τό ὕποπτο (или τό σκοτεινό) παρελθόν это дело \темныйое αὐτό εἶναι σκοτεινή ὑπόθεση·
    4. (невежественный) ἀμαθης· ◊ \темныйая вода мед. ἡ ἀμαύρωση (τῶν ὁφθαλμών)· темным-темно разг θεοσκότεινα· \темныйое пятно́ ἡ μελανή κηλίδα

    Русско-новогреческий словарь > темный

  • 4 сизый

    [σίζυϊ] εκ. μελανός

    Русско-греческий новый словарь > сизый

  • 5 сизый

    [σίζυϊ] επ μελανός

    Русско-эллинский словарь > сизый

  • 6 вороной

    επ.
    1. μαύρος, μέλας, μελανός.
    2. ουσ. ο καράς (μαύρο άλογο).
    εκφρ.
    прокатить на -ых – μαυοίζομαι, παίρνω μαύρο στην ψηφοφορία.

    Большой русско-греческий словарь > вороной

  • 7 синюшный

    επ., βρ: -шен, -пша, -шно (ιατρ.) κυανός, γαλάζιος• μελανός (για δέρμα, χείλη).

    Большой русско-греческий словарь > синюшный

  • 8 чернёный

    επ.
    μαύρος, μελανός.

    Большой русско-греческий словарь > чернёный

  • 9 чёрный

    επ., βρ: чрен, черна, черно.
    1. μαύρος, μέλας, μελανός•

    -ая краска μαύρο χρώμα•

    чёрный дым μαύρος καπνός•

    чёрный как смола μαύρος σαν την πίσσα.

    2. σκούρος, αμαυρός, υπο-μέλας, μελανωπός. || σκοτεινός (αφώτιστος). || μελανόδερμος•

    -ая раса μαύρη φυλή.

    ουσ. ο μαύρος, ο μελανόδερμος.
    3. ουσ. -ые πλθ. (στο σκάκι κ. άλ.) τα μαύρα (οι μαύροι πεσσοί)•

    ход -ых παίζουν (ξεκινούν) τα μαύρα.

    4. λερωμένος, γανωμένος, μουτζουρωμένος•

    -ое бель ρούχα μαύρα από τη λέρα•

    -ые руки καταλερωμένα (μαύρα) χέρια.

    || μη επίσημος, οπίσθιος, πισινός•

    -ая лестница η πισινή σκάλα•

    чёрный вход η πισινή είσοδος (για το υπηρετικό προσωπικό)•

    чёрный двор η πισινή αυλή•

    чёрный ход δίοδος προς την κουζίνα.

    5. ανειδίκευτος•

    -ая работа ανειδίκευτη δουλειά, χοντροδουλειά, χαμαλοδουλειά.

    || ρυπαρός, βρώμικος.
    6. μισοκατεργασμένος, χοντροφτιαγμένος, χοντροειδής•

    -ая гайка χοντροειδές περικόχλιο.

    7. βλ. тягловый (1 σημ.).
    8. ποπολάρος, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, μη σοϊλής.
    9. βλ. чародейный.
    ουσ. πνεύμα ακάθαρτο, ο αντί, χρηστός, ο τρισκατάρατος.
    10. αρνητικός, άσχημος•

    выставить поступок в -ом виде κακοχαρακτηρίζω την πράξη.

    11. μτφ. άχαρος, σκοτεινός, μαύρος κι άχαρος•

    -ые мысли (думы) μαυροσκότε ίνες σκέψεις•

    -ая тоска μαύρη (βαριά θλίψη).

    || (για χρόνο) δύσκολος•

    чёрный год δύσκολη χρονιά, δίσεκτος χρόνος: отложить на чёрный день κρατώ, φυλάγω για ώρα ανάγκης.

    12. μτφ. κακός σκοτεινός• δόλιος, πανούργος•

    -ые силы οι σκοτεινές δυνάμεις•

    -ая зависть ο σκοτεινός φθόνος.

    εκφρ.
    -ая биржа; чёрный рынок – η μαύρη αγορά•
    чёрный глаз – κακό μάτι (βάσκανο)•
    - ое дерево – ο έβενος, το αμπαζόνι•
    - ая дорога – ασφαλτόστρωτος δρόμος•
    - ое ду-ховнство – ο αυστηρότατος κλήρος (αποχής από τα εγκόσμια): -ая икра μαύρο χαβιάρι•
    чёрный кофе – ο καφές (χωρίς γάλα ή βούτυρο)•
    - ая кровь – το φλεβικό αίμα•
    чёрный лесβλ. чернолесье•
    - ая меланхолия – φοβερή μελαγχολία (ζόφος ψυχής)•
    - ая металлургия – μεταλλουργία κοινών ή ευτελών) μετάλλων•
    - ые металлы – τα κοινά ή ευτελή μέταλλα•
    чёрный поп – ιερομόναχος, καλογερά-παπαζ•
    чёрный порох – μαύρη μπαρούτη•
    - ое пятно – μαύρη κηλίδα (καταισχύνη)•
    - ое слово – (δ ια λκ.) άσχημη λέξη, βρισιά•
    - ая смерть – η πανώλη, η πανούκλα•
    - ые сотни – οι μαύρες εκατονταρχίες•
    - ые списки – οι μαύροι κατάλογοι (εξόντωσης), προδιαγραφές•
    - ая тропаβλ. чернотроп; чёрный хлеб το βρίζινο ψωμί•
    называть белое -ым – λέγω το άσπρο μαύρο (αντίθετα)•
    - ым по белому (написано) – κατακάθαρα, πεντακάθαρα, ξεκάθαρα.

    Большой русско-греческий словарь > чёрный

См. также в других словарях:

  • μελανός — black pigment masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανός — ή, ό (ΑM μελανός, ή, όν, Μ και μελενός, ή, ον) μέλας, μαύρος νεοελλ. 1. μελανωπός, μελανιασμένος, μαυρειδερός 2. φρ. α) «μελανό σημείο» μτφ. η δυσάρεστη, κακή πλευρά ενός έργου, μιας υπόθεσης ή μιας κατάστασης β) «μελανός νάνος» αστρον. ουράνιο… …   Dictionary of Greek

  • μελανός — ή, ό μαύρος ή σχεδόν μαύρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μέλανος — Μέλας black masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλανος — μέλας black masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανά — μελανός black pigment neut nom/voc/acc pl μελανά̱ , μελανός black pigment fem nom/voc/acc dual μελανά̱ , μελανός black pigment fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανώτερον — μελανός black pigment adverbial comp μελανός black pigment masc acc comp sg μελανός black pigment neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανωτάτων — μελανός black pigment fem gen superl pl μελανός black pigment masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανόν — μελανός black pigment masc acc sg μελανός black pigment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανώτατον — μελανός black pigment masc acc superl sg μελανός black pigment neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαναῖς — μελανός black pigment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»