Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(Πανός

См. также в других словарях:

  • πανός — (I) ὁ, Α (κατά τον Αθήν.) «πανός, ἄρτος. Μεσσάπιοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. από τη διάλ. τού Τάραντος και συνδέεται με το λατ. panis «άρτος»]. (II) ὁ, Α ο φανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η σύνδεση τής λ. με το φανός] …   Dictionary of Greek

  • πανός — πᾱνός , πανός masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάνος, Π — Φιλικός του οποίου το όνομα παραμένει άγνωστο. Το γεγονός ότι αρχίζει με το γράμμα Π αναφέρεται στο κρυπτογραφικό λεξικό της Φιλικής Εταιρείας. Ο φιλικός αυτός είχε το συνωμοτικό ψευδώνυμο Ανόητος …   Dictionary of Greek

  • Πανός — Πᾱνός , Πάν masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πανός άντρον — Σπήλαια της Αττικής καθιερωμένα στα αρχαία χρόνια ως ιερά του Πάνα. 1. Στη βορειοδυτική γωνία της Ακρόπολης της Αθήνας. Μπροστά στην είσοδό του υπάρχει στο βράχο μια στρογγυλή ρωγμή, ίσως ο τάφος του Ερεχθέα, που τον σκότωσε ο Ζεύς ή ο Ποσειδών.… …   Dictionary of Greek

  • Πανός κώμη — Παράλια αρχαία πόλη στην Ερυθρά. Λεγόταν και Πανών. Ο Πτολεμαίος την ονομάζει Πανώ, Πανοκώμη και Πάνωπτον. Το όνομά της δεν έχει σχέση με τον Πάνα. Πρόκειται για μεταφορά στην ελληνική της ονομασία της λέξης Μπάνα, που διασώθηκε μέχρι τις ημέρες… …   Dictionary of Greek

  • Αραβαντινός, Πάνος — (Κέρκυρα 1886 – Παρίσι 1930).Ζωγράφος και σκηνογράφος. Άρχισε να σπουδάζει ζωγραφική παρακολουθώντας νυχτερινά μαθήματα στο Πολυτεχνείο. Αργότερα o πατέρας του, επειδή αντιλήφθηκε τη μεγάλη κλίση του στη ζωγραφική, τον έστειλε να σπουδάσει στην… …   Dictionary of Greek

  • Κόκκας, Πάνος — (Θεσσαλονίκη 1919 – Αθήνα 1974). Ιδιοκτήτης και διευθυντής της εφημερίδας Ελευθερία. Το 1941 άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Αθήνα, ενώ το 1942 ήταν υπεύθυνος έκδοσης της παράνομης εφημερίδας Μάχη. Στη συνέχεια διηύθυνε το ημερήσιο… …   Dictionary of Greek

  • τσο(μ)πάνος — ο, Ν τσομπάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τσο(μ)πάνης κατά τα αρσ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • Αναγνωστόπουλος, Πάνος — (Γαργαλιάνοι 1883 – Αθήνα 1964).Γεωπόνος και συγγραφέας. Σπούδασε γεωπονία στο πανεπιστήμιο Γουισκόνσιν των ΗΠΑ, όπου ειδικεύτηκε σε θέματα δενδροκομίας και κηπουρικής. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής στη Γεωργική Σχολή της Λάρισας και κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • Ανδρονιώτης, Πάνος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Ηλεία. To 1825 έγινε υποχιλίαρχος και μετά την απελευθέρωση κατατάχτηκε στη Φάλαγγα με τον βαθμό του υπολοχαγού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»