-
1 πανος
-
2 Πανος
-
3 αιγοπροσωπος
-
4 γαμος
ὅ тж. pl.1) брак, бракосочетание, супружество Hom., Hes., Pind., Trag., Plat., Arst., Luc.ἄγειν τινὰ ἐπὴ γάμῳ Xen. и πρὸς γάμον Plut. — взять кого-л. в жены
2) свадьба, брачный пир(γάμον τεύχειν Hom.; γάμους ἑστιᾶν Isae., Arst.; εἰς γάμον τινὸς ἐλθεῖν Eur.)
3) половые сношения, сожительство(Πανὸς γάμοι Eur.; μεθημερινοὴ γάμοι Dem.)
-
5 εδρα
эп.-ион. ἕδρη ἥ1) седалище, сиденье, кресло, стул или скамья(ἐξ ἕδρης ἀναστάς Hom.)
2) почетное место3) престол(ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον Aesch.)
4) ( у лошади) седловина(τοῦ ἵππου Xen.)
5) место, область(τοῦ ἥπατος Plat.; ἕδραι τῶν ὀφθαλμῶν Arst.)
; в описанияхΠαρνησοῦ ἕδραι Aesch. = Παρνησός6) местопребывание, жилище, обитель(Τίρυνθι ἔχειν ἕδραν Soph.; Πανὸς ἕ. Eur.)
ἕδραι σκότιοι Eur. — царство теней7) святилище, алтарь(ἕδραι θεῶν Aesch.)
8) пристанище, убежищеναύλοχοι ἕδραι Soph. — стоянка кораблей, пристань
9) русло10) оправа, обод(ἴτυος Eur.)
11) основание, низ(ἑλέπολις, ἧς ἕ. ἦν τετράγωνος Plut.)
12) задняя часть тела(κατὰ τέν ἕδρην ἐσηθέειν τό ἀπο κέδρου ἄλειφαρ Her.; ἥ κέρκος ἐστὴ φυλακέ τῆς ἕδρας Arst.)
13) собрание, совещание, совет(ἀνδρῶν ἄγυρίς τε καὴ ἕ. Hom.)
εὐθὺς ἐξ ἕδρας Soph. — тотчас же после собрания14) сидение без дела, бездействиеπεριημέκτεε τῇ ἕδρῃ Her. — он тяготился бездействием;
οὐχ ἕδρας ἀκμή Soph. — не время медлить;οὐκ ἔργον ἕδρας Eur. — нельзя сидеть сложа руки -
6 ευγενειος
эп. ἠϋγένειος 21) пышногривый(λῖς, λέων Hom.)
2) густобородый(ἄνδρες Luc.)
οὐ πάνυ εὐ. Plat. — с не очень густой бородой3) густо обросший, лохматый(ὄψις, sc. Πανός HH.)
-
7 θακημα
- ατος (θᾱ) τό1) моление у алтаряτί προσχρῄζοντα τῷ θακήματι ; Soph. — чего он просит своей мольбой?
2) седалище, престолτὸ θ. καὴ οἱ θρόνοι Soph. — престол и власть
3) pl. местопребывание, обиталище(Πανός Eur.)
-
8 καλαμος
(κᾰ) ὅ1) тж. собир. камыш, тростник(καλάμου εἶχον τὰς ὀροφὰς αἱ οἰκίαι Her.; οἱ κάλαμοι οἱ πεφυκότες ἐν ταῖς λίμναις Arst.; κ. ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενος NT.; στεφανωσάμενος καλάμῳ λευκῷ Arph.)
2) тростниковая тычина(κάλαμοι, ἐν οἷς ἱστᾶσι τὰς ἀμπέλους Arst.)
3) тростниковая свирель, цевница(Πανός Eur.)
5) тростниковая палочка для письма, перо6) тростниковая цыновка7) стебель, солома(τοῦ σίτου Xen.)
8) ( на ткани) полоска(κάλαμοι χρύσεοι Anth.)
πήχεις, т.е. ок. 3.1 метра (μετρῆσαι τέν πόλιν τῷ καλάμῳ NT.) -
9 καλια
ион. κᾰλῑή ἥ(Theocr. ῐ)
1) деревянный домик, хижина Hes.2) амбар Hes.3) птичье гнездо(χελιδόνος Anacr.; ἐν δενδρίῳ Theocr.)
4) деревянная ниша для статуи божества(Πανός Anth.)
-
10 κηροδετης
-
11 Παν
v. l. Πᾶν, Πᾱνός ὅ Пан (сын Зевса или Гермеса, козлоногий и рогатый бог лесов, пастбищ и скота, изобретатель пастушеской свирели, чтившийся преимущ. в Аркадии)οἱ Πᾶνες Theocr., Arph. — дети Пана, т.е. Σάτυροι HH., Her. etc.
-
12 προσπελαζω
1) вплотную приближать, подводить(νέα ἄκρῃ Hom.)
προσπελασθεῖσα (v. l. πελασθεῖσα λέκτροις) Πανός Soph. — вступившая в связь с Паном2) приближаться, подходить(τινί Plat.; πρὸς τὰ τείχη, ἐπὴ τέν νησῖδα Plut.)
См. также в других словарях:
πανός — (I) ὁ, Α (κατά τον Αθήν.) «πανός, ἄρτος. Μεσσάπιοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. από τη διάλ. τού Τάραντος και συνδέεται με το λατ. panis «άρτος»]. (II) ὁ, Α ο φανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η σύνδεση τής λ. με το φανός] … Dictionary of Greek
πανός — πᾱνός , πανός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάνος, Π — Φιλικός του οποίου το όνομα παραμένει άγνωστο. Το γεγονός ότι αρχίζει με το γράμμα Π αναφέρεται στο κρυπτογραφικό λεξικό της Φιλικής Εταιρείας. Ο φιλικός αυτός είχε το συνωμοτικό ψευδώνυμο Ανόητος … Dictionary of Greek
Πανός — Πᾱνός , Πάν masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανός άντρον — Σπήλαια της Αττικής καθιερωμένα στα αρχαία χρόνια ως ιερά του Πάνα. 1. Στη βορειοδυτική γωνία της Ακρόπολης της Αθήνας. Μπροστά στην είσοδό του υπάρχει στο βράχο μια στρογγυλή ρωγμή, ίσως ο τάφος του Ερεχθέα, που τον σκότωσε ο Ζεύς ή ο Ποσειδών.… … Dictionary of Greek
Πανός κώμη — Παράλια αρχαία πόλη στην Ερυθρά. Λεγόταν και Πανών. Ο Πτολεμαίος την ονομάζει Πανώ, Πανοκώμη και Πάνωπτον. Το όνομά της δεν έχει σχέση με τον Πάνα. Πρόκειται για μεταφορά στην ελληνική της ονομασία της λέξης Μπάνα, που διασώθηκε μέχρι τις ημέρες… … Dictionary of Greek
Αραβαντινός, Πάνος — (Κέρκυρα 1886 – Παρίσι 1930).Ζωγράφος και σκηνογράφος. Άρχισε να σπουδάζει ζωγραφική παρακολουθώντας νυχτερινά μαθήματα στο Πολυτεχνείο. Αργότερα o πατέρας του, επειδή αντιλήφθηκε τη μεγάλη κλίση του στη ζωγραφική, τον έστειλε να σπουδάσει στην… … Dictionary of Greek
Κόκκας, Πάνος — (Θεσσαλονίκη 1919 – Αθήνα 1974). Ιδιοκτήτης και διευθυντής της εφημερίδας Ελευθερία. Το 1941 άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Αθήνα, ενώ το 1942 ήταν υπεύθυνος έκδοσης της παράνομης εφημερίδας Μάχη. Στη συνέχεια διηύθυνε το ημερήσιο… … Dictionary of Greek
τσο(μ)πάνος — ο, Ν τσομπάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τσο(μ)πάνης κατά τα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek
Αναγνωστόπουλος, Πάνος — (Γαργαλιάνοι 1883 – Αθήνα 1964).Γεωπόνος και συγγραφέας. Σπούδασε γεωπονία στο πανεπιστήμιο Γουισκόνσιν των ΗΠΑ, όπου ειδικεύτηκε σε θέματα δενδροκομίας και κηπουρικής. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής στη Γεωργική Σχολή της Λάρισας και κατόπιν… … Dictionary of Greek
Ανδρονιώτης, Πάνος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Ηλεία. To 1825 έγινε υποχιλίαρχος και μετά την απελευθέρωση κατατάχτηκε στη Φάλαγγα με τον βαθμό του υπολοχαγού … Dictionary of Greek