-
1 μύρρινος
μύρσινοςof myrtle: masc /fem nom sg (attic)μύρσινοςof myrtle: masc nom sg (attic) -
2 μύρρινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μύρρινος
-
3 μύρσινος
A = μύρτινος, of myrtle, [ μύρον] Thphr.Od.27; ;ἔλαιον Androm.
ap. Gal.13.687, al., cf. PPetr.2p.114 (iii B. C.).II Subst. μύρρινος, ὁ, = μυρσίνη 1.1, Thphr.HP1.3.3, al.2 μυρσίνη (with or without σμίλη), ἡ, convex scalpel, Gal.2.477, al.3 μύρρινον, τό, upper part of membrum virile, Ar.Eq. 964.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μύρσινος
-
4 μυρσίνινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυρσίνινος
-
5 μύρτος
Grammatical information: f.Meaning: `myrtle, twig or spray of m.' (Pi., Simon.), μύρτον n. = μυρσίνη (Archil. after EM 324, 14), `myrtleberry' (Att.), `pudenda muliebria' (Ar.); on the diff. in gender Schwyzer-Debrunner 30.Compounds: Few Compp., e.g. μυρτο-πώλης m. `myrtle-handler' ( Sammelb. Ia), ἱερό-μυρτος f. = μυρσίνη ἀγρία (Ps.-Dsc.).Derivatives: 1. μύρσινος, Att. μύρρινος, also μύρτινος (Eub., Thphr. Levelling of assibilation after μύρτος) `of myrtle' (on ρσ: ρρ: ρτ Schwyzer 270 a. 285); μυρσίνη, - ρρ- f. `myrtle, -twig, -crown' (IA.; μυρσινο-ειδής h. Merc. 81) with μυρσιν-ίτης ( οἶνος) `myrtlewine' (Dsc.), `kind of stone' (Plin., prob. after the colour), `kind of Euphorbia' (Dsc.; after the form of the leaves, Strömberg Pflanzennamen 43; on - ίτης Redard 58, 74, 98); - ινος `of myrtle' (Dsc., Aët.), Μυρριν-οῦς, - οῦντος m., - οῦττα f. names of Attic demes with - ούσιοι pl. `inhabitants of M.' (Schwyzer 528); μυρσινᾶτον ἔλαιον `myrtle-oil' (medic.; Lat. - ātum in γουττᾶτον [s.v.] a.o.); also μυρτίνη f. `kind of olive, kind of pear-tree' (Nic.). -- 2. μυρτίς, - ίδος f. `myrtle-berry' (hell.), also μυρτία μυρσίνη, καὶ μυρτίς H. μυρτάς, - άδος f. `kind of peartree etc.' (Nic., Gal.). -- 3. μυρτίδανον n. `myrtle-like plant etc.' (Hp.; to μυρτίς?, cf. ἐρευθέ-δανον a.o. Strömberg Pflanzennamen 147 f.). -- 4. μυρταλίς ἡ ὀξυμυρρίνη ("butcher's broom"), ὡς Λάκωνες H.; as συκ-αλίς a.o. (Strömberg 78). -- 5. μυρτ-ίτης = μυρσιν-ίτης (Thphr., Nic.; Redard 74 a. 98). -- 6. μυρτεών, - ῶνος m. `murtetum' (gloss.), also μυρσεών `id.' (gloss.; after μύρσινος, Schw. 271). -- 7. μυρτωταί f. pl. `vases decorated with myrtle-twigs?' (vase-inscr., AmJArch 31, 349f.; like μηλωτή a.o.). -- 8. μύρτων, - ωνος m. about `weakling' or `debauchee' (Luc. Lex.). -- 9. μυρτίλωψ ζῳ̃όν τι H.; formation like αἰγίλωψ a. o.; not with Strömberg Wortstudien 20 μυρτί-λωψ "the animal, that peels the myrtle". -- PN and PN like Μύρτος with Μυρτῳ̃ος, Μύρσινος, Μύρσος, Μυρτίλος, Μυρσίλος etc.; s. Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 1, 271.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Because of the sound-similarity and the semantic proximity μύρτος, μύρρα, μυρίκη are usually with Lewy Fremdw. 42ff. (s. esp. Heubeck 282 w. further hypotheses) without further argumentation considered as cognate Semit. LW [loanword]. Rejected bu Schrader-Nehring Reallex. 2, 97, where μύρρα is dismissed and also μύρτος and μυρίκη are kept together only with reserve. -- From μύρτος, - ον Lat. murtus, -um as well as Arm. murt, NPers. mūrd. - The variation μυρτ-\/ μυρσ- ( μυρρ-?) clearly points to a Pre-Greek word; Fur. 259. Semitic origin is rejected by DELG. Heubeck (l.c.) takes the group as from Asia Minor, which does not exclude that it is Pre-Greek.Page in Frisk: 2,274-275Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μύρτος
См. также в других словарях:
μύρρινος — μύρρινος, ίνη, ον (Α) (αττ. τ.) βλ. μύρσινος … Dictionary of Greek
μύρρινος — μύρσινος of myrtle masc/fem nom sg (attic) μύρσινος of myrtle masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρσινος — Παραθαλάσσια πόλη της αρχαίας Ήλιδας, που αναφέρεται από τον Όμηρο. Την εποχή του Στράβωνα, η πόλη ονομαζόταν Μυρούνιον και βρισκόταν στο δρόμο που πήγαινε από τη Δύμη στην ‘Ηλιδα. * * * μύρσινος και αττ. τ. μύρρινος, ίνη, ον (Α) 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
Μυρρινούς — Δήμος της αρχαίας Αττικής. Από διάφορες ενδείξεις προκύπτει ότι ο οικισμός καταστράφηκε από σεισμούς. Τοποθετείται τρία χλμ. νοτιανατολικά από το σημερινό Μαρκόπουλο της Αττικής. * * * Μυρρινοῡς, ὁ (Α) [μύρρινος] ονομασία δήμου τής Αττικής … Dictionary of Greek
Μυρρινούττα — Μυρρινοῡττα, ἡ (Α) [μύρρινος] η κάτοικος τού αρχαίου δήμου Μυρρινούντος τής Αττικής … Dictionary of Greek
μυρρινώ — μυρρινῶ, άω (Α) [μύρρινος] επιθυμώ τα κλαδιά μυρσίνης με τα οποία στεφανώνονταν οι άρχοντες, δηλαδή επιθυμώ την εξουσία … Dictionary of Greek
μυρσίνη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., κάτ. 193 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 53 κάτ.) της Τήνου. Υπάγεται διοικητικά στον … Dictionary of Greek
μυρσινίτης — ο (Α, αττ. τ. μυρρινίτης) 1. (για οίνο) αυτός που είναι παρασκευασμένος με μυρσίνη 2. φυτό ποώδες, πολυετές, αλλ. ευφόρβιον ο μυρσινίτης 3. είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. ίτης (πρβλ. μυρρ ίτης)] … Dictionary of Greek
μυρσινώνας — ο (Α μυρσινών και αττ. τ. μυρρινών) τόπος κατάφυτος από μυρσίνες, άλσος από μυρτιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. ων (πρβλ. αμπελ ών)] … Dictionary of Greek