-
121 ἡδύς
ἡδύς, εῖα, ύ, bei Hom. auch 2 Endgn, ἡδὺς ἀϋτμή, Od. 12, 369; im acc. ἁδέα, χαίταν, πόρτιν, Theocr. 20, 8 u. Mosch. 3, 83, wie τὸν ἁδέα Theocr. 20, 44; fem. ion. ἡδέα, ἡδέη (vgl. ἥδομαι), erfreulich, anmuthig, zunächst vom Geschmack, süß, bes. vom Wein, Od. 4, 51. 9, 197; δεῖπνον, 20, 391; vom Geruch, 4, 446. 9, 210. 12, 369; vom Gehör, ἡδεῖα ἀοιδή, 8, 64; αὐδή, Hes. Th. 40; ἀκοή, Pind. P. 1, 90; ὀμφαί, N. 10, 33; vom Gesicht, τί γὰρ γυναικὶ τούτου φέγγος ἥδιον δρακεῖν; Aesch. Ag. 588; Plat. sagt τὸ δι' ἀκοῆς τε καὶ ὄψεως ἡδύ, Hipp. mai. 296 a; übh. von angenehmen, sinnlichen Empfindungen, z. B. ὕπνος, oft Hom., wie Eur. Hec. 916; ἡδὺς κοῖτος, Od. 19, 510; ἡδὺ κνώσσειν, 4, 809; εὐνή, Pind. P. 9, 42; χάρις, I. 5, 48; ἐλπίς, P. 4, 201; μῦϑος οὔϑ' ἡδὺς οὔτ' ἀλγεινός, Soph. Ant. 12; φάτις, El. 56; λόγους ἡδεῖς φέρειν, in das geistig Angenehme, Erfreuliche übergehend; bes. häufig ἡδύ μοί ἐστι oder γίγνεται, es ist mir angenehm, lieb, erfreulich, Il. 4, 17. 7, 387 Od. 24, 235; ἡδύ τι ϑαρσαλέαις τὸν μακρὸν τείνειν βίον ἐλπίσι, schön, angenehm ist es, Aesch. Prom. 534; οὐ γὰρ αὐδᾶν ἡδὺ τἀκίνητ' ἔπη Soph. O. C. 630; πεισ τέον κεἰ μηδὲν ἡδύ, auch wenn es nicht Freude macht, O. R. 1516; ἡδὺ τὸ φῶς βλέπειν Eur. I. A. 1218, öfter; ταῦτα γὰρ τούτοις ἀκούειν ἡδέα, angenehm zu hören, Ar. Vesp. 503; ἀκούειν τὰ ἥδιστα Thuc. 7, 14, wie ἡδὺς ἀκοῦσαι λόγος Plat. Men. 81 d u. öfter; εἰ μὴ ἡδὺ Πρωταγόρᾳ Prot. 338 a; εἴπερ σοί γε ἡδύ Legg. I, 643 a; νῦν μοί σε ἡδύ ἐστι ἐπείρεσϑαι τὰ ϑέλω Her. 7, 101, es beliebt mir zu fragen. – Gegensätze sind λυπ ηρός, Plat. Legg. V, 733 a, ἀνιαρός, Prot. 355 b Xen. Cyr. 8, 3, 42, ἀλγεινός, Plat. Tim. 64 a. – Τὰ ἡδέα, sinnliche Genüsse, Vergnügungen, nach Plat. Prot. 351 d τὰ ἡδονῆς μετέχοντα ἢ ποιοῦντα ἡδονήν. – Von Menschen, angenehm, freundlich, froh, ἥδιστος ἀνήρ Soph. Phil. 526, vgl. O. R. 82; ἡδεῖαν ϑεόν Eur. Phoen. 402; ἡδίους ταῖς ἐλπίσιν ἐγένοντο Plut. Cam. 32; ἡδίους ἔσεσϑε ἀκούσαντες Dem. 23, 64. – Bei Plat. häufig mit leichter Ironie, auch tadelnd, gutmüthig, gutherzig, einfältig, ὡς ἡδὺς εἶ, τοὺς ἠλιϑίους λέγεις σώφρονας Gorg. 491 e; εἰκός γε, ἔφη, ὦ ἥδιστε Rep. I, 348 c, öfter; Sp., ὁ δ' οὕτως ἡδύς ἐστιν ὥςτε Strab. I, 54; εἰρωνευομένη μετὰ γέλωτος, ὡς ἡδύς, ἔφασκεν Plut. Artax. 17; Luc. Dem. enc. 24. – Comparat. u. superlat. ἡδίων u. ἥδιστος, selten ἡδύτερος, Phocyl. 183 u. Sp., wie P^hilip. 64 Tull. Gemin. 7 (IX, 247. 707); auch ἡδύτατος, wie Schol. Ar. Plut. 1021; Plut. de fort. p. 305; Ep. ad. 98 (XI, 298). – Adv. ἡδέως, angenehm, behaglich, ἡδέως εὕδειν Soph. Tr. 175; βίοτον ἡδέως ἄγειν Eur. Cycl. 452; ἡδέως ζῆν Plat. Prot. 351 b u. öfter; ἡδέως ἔχειν πρός τινα Isocr. 1, 20, wohlwollend gegen Einen gesinnt sein, wie Plut. Cim. 8; ἡδέως ἔχουσιν ἡμῖν, Dem. 5, 15; ἡδέως ἔχειν τινός, Hippocr.; Ath. XIII, 581 c; vgl. noch ἀλλ' ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα Soph. Ant. 432; gern, δέχεσϑαι, λαβεῖν, Ar. Equ. 440 u. A.; ἡδέως ἂν ἀκούσαιμι Plat. Rep. V, 470 a; ἥδιστα μέντ' ἂν ἤκουσα Theaet. 183 d. – Hom. braucht auch ἡδύ adverbialisch, ἡδὺ γέλασσαν, sie lachten behaglich, Il. 2, 270 u. oft, dem ausgelassenen Gelächter entgeggstzt; auch ἡδὺ κνώσσειν, Od. 4, 809.
-
122 ἤπιος
ἤπιος, bei Hes. Th. 407 u. bei den Attikern gew. 2 Endgn (verwandt mit ἔπος, εἰπεῖν, ὁ ἐν λόγῳ πάντα ποιῶν, durch freundliches Zureden begütigend u. durch magisches Besprechen Schmerzen lindernd), – 1) mild, gütig; von einem Herrscher, neben πρόφρων u. ἀγανός, Od. 2, 230; πατὴρ ἃς ἤπιος ἦεν 2, 47; ἐϑέλω δέ τοι ἤπιος εἶναι Il. 8, 40; εἴ μοι Ἀγαμέμνων ἤπια εἰδείη 16, 72, wenn er mir wohlgesinnt wäre, vgl. Od. 13, 405. 15, 39; ἤπια δήνεα οἶδε Il. 4, 361; von den Göttern gegenüber den Menschen, gnädig, ϑεὸς ἀνϑρώποισιν ἠπιώτατος, Dionysus, Eur. Bacch. 861, vgl. Anth. (IX, 524. 525); σωτῆρας αὐτοὺς ἠπίους ϑ' ἡμῖν μολεῖν Soph. Phil. 728; τοῖς ἀνϑρώποις, gegen die Menschen, Ar. Vesp. 879. – Vom Charakter, sanft, ἤπιοι ὀργαί Eur. Tr. 53; τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης πρὸς τὸ ἠπιώτερον καὶ ἀδεέστερον καταστῆσαι, mildern, besänftigen, Thuc. 2, 59; Sp.; – μῠϑος, Od. 20, 327; φωνή, Tim. ecl. Ath. VIII, 342 a; τὸ πνῖ. γος ἠπιώτερον γέγονεν, ließ nach, wurde milder, Plat. Phaedr. 279 b, wie φλέγμα Tim. 85 a u. sonst von Krankheiten. – Adv. ἠπίως, sa n st, ἐννέπειν Soph. El. 1431; ἠπιωτέρως ἔχειν πρός τινα, milder sein gegen Einen, Dem. 56, 44; vgl. Plut. Timol. 7, wo der Ggstz ist ἡ ὀργὴ παρώξυνεν. – 2) φάρμακα, schmerzstillende Heilmittel, Il. 4, 218. 11, 515. 830; κράσεις ἠπίων ἀκεσμάτων Aesch. Prom. 480; ἤπια φύλλα Soph. Phil. 691; so auch Her. 3, 130. 7, 142. – Aber ἤπιον ἦμαρ = günstig, förderlich Etwas zu thun, Hes. O. 789, dem ἄρμενος entsprechend. – Auch Beiwort des Asklepios, Lycophr. 1054.
-
123 αεξω
1) увеличивать, усиливать, расширятьμένος μέγα οἶνος ἀέξει Hom. — вино укрепляет силы;
θυμόν τινος ἀ. Hom. — поднимать чей-л. дух;μέγα πένθος ἐνὴ στήθεσσιν ἀ. Hom. — предаваться великой скорби;κῦμα ἀέξετο Hom. — волна вздулась;χόλος ἀέξεται ἠύτε καπνός Hom. — гнев поднимается словно дым;ἀέξετο ἦμαρ Hom. — день разгорался;βούταν φόνον ἀ. Eur. — приносить в жертву множество быков;τὰν (ἀγγελίαν) ὅ πολὺς μῦθος ἀέξει Soph. — широкая молва раздувает эту весть2) растить, выращивать(υἱόν Hom.)
Τηλέμαχος ἀέξετο Hom. — Телемах подрастал;ὄμβρος ἀέξι Hom. — дождь взращивает (урожай), ἀ. ἔργον τινί Hom. приумножать чьё-л. благополучие;τόδ΄ ἔργον ἀέξεται ἐμοί Hom. — этот мой труд приносит плоды;ἐμὸν κέρδος ἀέξεται τόδε Aesch. — в этом - моя удача3) возвеличивать, возвышать(τινά, πόλιν Pind.)
τὸ πλῆθος ἀ. Her. — призвать народные массы к власти -
124 ακεφαλος
21) безголовыйοἱ ἀκέφαλοι Her. «безголовые» ( мифическое племя в Ливии)
2) обезглавленный(νεκροί, σώματα Plut.)
3) не имеющий начала или конца(λόγος, μῦθος Plat., Luc.)
ἀ. στίχος Plut. — гексаметр, начинающийся коротким слогом -
125 ακριτομυθος
-
126 ακριτος
21) беспорядочный, бессвязный, путаный(μῦθος Hom.)
ἄκριτα ἀγορεύειν Hom. — толковать и вкривь и вкось;ἠχέ ἄ. Plut. — нестройный шум2) смешанный, необособленныйτύμβος ἄ. Hom. — общая могила;
(πάντων χρημάτων) ἀκρίτων ὄντων Plat. — когда все элементы были перемешаны друг с другом3) нерешенный; сомнительный, спорный, неясный(νείκεα Hom., Plut.; ἄεθλον Hes.; ἔρις Dem.)
ἔτι δ΄ ὄντων ἀκρίτων Thuc. — так как исход войны еще не решен;ἄ. καὴ χαλεπὸς ὅ Ὠρίων εἶναι δοκεῖ Arst. — трудно определить с точностью время восхода и захода Ориона4) неисчислимый, несметный(ἄστρων ὄχλος Eur.; πλῆθος Plut., Babr.)
5) непрерывный, нескончаемый, сплошной(ἄχεα Hom.; ὄρος Anth.)
6) не рассмотренный судом, неразобранный(πρᾶγμα Isocr.)
ἀ. θάνατος Plat. — казнь без суда7) никому не подсудный(πρύτανις Aesch.)
8) действующий без разбора, вслепую, опрометчиво(Μοῖρα Anth.; ἀλόγιστος καὴ ἄ. Polyb.)
9) не разобравший дела -
127 αληθομυθος
-
128 αμα
I1) вместе, совместно(πάντες ἅ. Hom., Polyb.)
χερσὴν ἅμ΄ ἄμφω HH. — обеими руками вместе2) одновременно, в то же времяἄνους τε καὴ γέρων ἅ. Soph. — безрассудный и, в то же время, старый;
ὀρύσσοντες ἅ. τάφρον ἐπλίνθευον Her. — копая ров, они одновременно выделывали кирпичи;ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅ. Soph. — (это) мне и приятно, и больно3) лишь толькоἅ. μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον Hom. — сказано - сделано;
ἅ. ταῦτ΄ εἰπών, ἀνέστη Xen. — сказав это, он встал;τῆς ἀγγελίης ἅ. ῥηθείσης Thuc. — как только пришла эта весть4) отчастиἅ. μὲν διὰ τέν παιδίαν …, ἔτι δὲ καὴ διὰ τὸ φιλομαθὲς εἶναι Xen. — отчасти в силу воспитания, …но отчасти из любознательности
5) так как, поскольку; тем более, чтоκαὴ ἀτειχίστων ἅ. ὄντων Thuc. — поскольку ( или тем более, что) они не были защищены стенами;
καὴ ἀλλοφύλους ἅ. ἡγησάμενοι Thuc. — тем более, что они считали (их) иноплеменникамиII1) вместе (совместно) с(ἅ. Πατρόκλῳ ἔστιχον Hom.; ἔσιθ΄ ἅμ΄ ἐμοί Arph.)
2) одновременно с …(ἅμ΄ ἠελίῳ ἀνιόντι Hom. и ἅμ΄ ἡλίῳ ἀνίσχοντι Xen.)
ἅ. τῷ σίτῳ ἀκμάζοντι Thuc. — ко времени созревания хлебов3) соответственно или подобноἅ. πνοιῇσι ἀνέμοιο Hom. — подобно дыханию ветра;
ἅ. γνώμῃ Arph. — в соответствии с мыслями
См. также в других словарях:
μῦθος — word masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
μύθος — ο 1. πλαστή, φανταστική διήγηση, παραμύθι: Μου διηγήθηκε ένα μύθο. 2. παράδοση που αναφέρεται σε θεούς ή ήρωες: Οι μύθοι των Ατρειδών. 3. αλληγορική διήγηση που αναφέρεται στα ζώα ή τα φυτά: Οι μύθοι του Αισώπου. 4. υπόθεση λογοτεχνικού έργου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μῦθε — μῦθος word masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῦθοι — μῦθος word masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῦθον — μῦθος word masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αργοναύτες — Μυθικοί ήρωες που πήραν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, ένα από τα περιφημότερα γεγονότα που αναφέρει η ελληνική μυθολογία και το οποίο τραγούδησε η ελληνική ποίηση από τον Όμηρο έως τον Απολλώνιο τον Ρόδιο. Σκοπός της εκστρατείας ήταν να… … Dictionary of Greek
Διόνυσος — I Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του… … Dictionary of Greek
ηπιόμυθος — ἠπιόμυθος, ον (Α) αυτός που μιλάει ήπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + μύθος (< μύθος), πρβλ. γλυκύ μυθος, εύ μυθος] … Dictionary of Greek