Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μυΐσκη

См. также в других словарях:

  • μυΐσκη — μυΐσκη, ἡ (Α) [μύς] μικρό θαλάσσιο όστρακο, μικρό μύδι, μυδάκι …   Dictionary of Greek

  • μυΐσκος — μυΐσκος, ὁ (Α) [μύς] μυΐσκη* …   Dictionary of Greek

  • μύαξ — ο (ΑΜ μύαξ) ζωολ. το μύδι μσν. αρχιτ. το επάνω μέρος τής κόγχης χριστιανικού ναού, κοίλωμα, αχηβάδα αρχ. 1. όστρακο, καύκαλο 2. κουτάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγο τής λ. μῦς* (πρβλ. και μυΐσκη) που εμφανίζει επίθημα αξ, ακος, δηλωτικό… …   Dictionary of Greek

  • μυίσκαι — μυίσκᾱͅ , μυίσκη small sea mussel fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»