Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μυχός

См. также в других словарях:

  • μυχός — innermost part masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχός — ο το βαθύτερο σημείο ενός πράγματος, ιδιαίτερα κόλπου ή λιμανιού: Ο μυχός του κόλπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μυχός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 133 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευεργέτουλα του νομού Λέσβου …   Dictionary of Greek

  • Περσικός κόλπος (ή Αραβικός κόλπος) — Μυχός της Αραβικής θάλασσας (Ινδικός ωκεανός), που ορίζεται από την περσική ακτή και από μια ευρεία δρεπανοειδή διαμόρφωση της αραβικής ακτής. Συγκοινωνεί στα Α μέσω του πορθμού Ορμούζ, με τον κόλπο του Ομάν και κατά συνέπεια με τον ανοιχτό… …   Dictionary of Greek

  • μυχοῖς — μυχός innermost part masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχοῖσι — μυχός innermost part masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχοῖσιν — μυχός innermost part masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχούς — μυχός innermost part masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχῶ — μυχός innermost part masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχῷ — μυχός innermost part masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχόν — μυχός innermost part masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»