Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μυρμηκίαι

См. также в других словарях:

  • μυρμηκίαι — μυρμηκίᾱͅ , μυρμηκία ant hill fem dat sg (attic doric aeolic) μυρμηκίας with wart like lumps upon it masc nom/voc pl μυρμηκίᾱͅ , μυρμηκίας with wart like lumps upon it masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκίᾳ — μυρμηκίᾱͅ , μυρμηκία ant hill fem dat sg (attic doric aeolic) μυρμηκίαι , μυρμηκίας with wart like lumps upon it masc nom/voc pl μυρμηκίᾱͅ , μυρμηκίας with wart like lumps upon it masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»