-
1 возможно
возможно1. нареч δσο μπορεί, δσο τό δυνατό[ν]:\возможно скорее δσο μπορεί γρηγορώτερα· \возможно лучше δσο μπορεί καλλίτερα·2. предик безл μπορεί, ἐνδέχεται, εἶναι δυνατό[ν], εἶναι ἐνδεχόμενο:очень \возможно πολύ πιθανό· я сделаю все, что \возможно θά κάνω ὁτι εἶναι δυνατό, θά κάνω δ,τι μπορώ· если \возможно ἐάν εἶναι δυνατό· насколько \возможно στό μέτρο τοῦ δυνατού, δσο εἶναι δυνατό·3. вводн. сл. ϊσως, πιθανόν, ἐνδεχόμενο:мне, возможно, придется уехать ίσως (или ἐνδεχόμενον) ν' ἀναγκασθώ νά ἀναχωρήσω. -
2 мочь
мочь 1могу, можешь, могут, παρλθ. χρ. мог, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. могущийρ.δ.1. μπορώ, δύναμαι•не -у спать δε μπορώ να κοιμηθώ•
не -у понять δε μπορώ να καταλάβω•
он всё -жет αυτός όλα μπορεί να τα κάμει•
не -у вам помочь δε μπορώ να σας βοηθήσω•
терпеть его не -у δε μπορώ να τον υποφέρω.
2. может επίρ. δυνατόν, ίσως, μπορεί•на вид -жет, крепкий, но... στην όψη, μπορεί να φαίνεται γερός, όμως...
εκφρ.-жет быть ή быть -жет – μπορεί, είναι δυνατόν, ίσως, πιθανόν, ενδεχομένως•не -жет быть! – είναι αδύνατον! δεν είναι δυνατόν! αποκλείεται!•не моги – (απλ.) μη τολμάς•как живёте-можете? – πως ζήτε, πως περνάτε;мочь 2-и θ. (απλ.) δύναμη•кричать во всю мочь φωνάζω μ όλη τη δύναμη•
бежать изо всей -и τρέχω μ όλα τα δυνατά•
что есть -и μ όση δύναμη έχω•
- и нет ή не стало δεν έχω πιά άλλη δύναμη, δεν αντέχω πιά.
-
3 можно
(απρόσ. με σημ. κατηγ.).είναι δυνατό, μπορεί, δύναται, είναι μπορετό•это можно делать в два дня αυτό μπορεί να γίνει σε δυο μέρες•
если можно αν είναι δυνατόν•
как -скорее όσο το δυνατόν γρηγορότερα•
как можно раньше όσο το δυνατόν νωρίτερα•
как можно больше, меньше όσο το δυνατόν περισσότερο, λιγότερο•
как (это) -; разве можно πως είναι δυνατό να γίνει (αυτό)• άραγε μπορεί να γίνει (αυτό;), ζ επιτρέπεται•
здесь можно курить? εδώ επιτρέπεται το κάπνισμα; можно (зайти)? μπορώ να μπω; επιτρέπεται η είσοδος;
-
4 вероятно
вероятно πιθανό, μπορεί, ίσως он, \вероятно, придёт ίσως έρθει весьма \вероятно πολύ πιθανό* * *πιθανό, μπορεί, ίσωςон, вероя́тно, придёт — ίσως έρθει
весьма́ вероя́тно — πολύ πιθανό
-
5 можно
можно επιτρέπεται, είναι δυνατό* \можно войти? επιτρέπεται να μπω; это \можно сделать* * *επιτρέπεται, είναι δυνατόмо́жно войти́? — επιτρέπεται να μπω
э́то мо́жно сде́лать по́зже — αυτό μπορεί να γίνει αργότερα
е́сли мо́жно — αν είναι δυνατό
как мо́жно скоре́е — όσο μπορεί πιο γρήγορα
-
6 позже
I позже (сравн. ст. от поздно) αργότερα· он пришёл \позже всех ήρθε αργότερα απ' όλους II позже αυτό μπορεί να γίνει αργότερα' если \позже αν είναι δυνατό· как \позже скорее όσο μπορεί πιο γρήγορα* * *сравн. ст. от поздноон пришёл по́зже всех — ήρθε αργότερα απ'όλους
-
7 можно
можнопредик безл εἶναι δυνατόν, γίνεται, μπορεί:это \можно сделать в пять дней μπορεί νά γίνει σέ πέντε μέρες· \можно поду́мать, что... σάμπως αὐτό νἀ...· \можно сказать μποροῦμε νά ποϋμε ὀτι· если \можно ἐάν εἶναι δυνατόν, ἐἀν γίνεται· как \можно лу́чше ὀσο τό δυνατό καλύτερα. -
8 связать
связатьсов1. см. связывать и вязать I, 2· ◊ он двух слов \связать ие,может δέν μπορεί νά πει δυό λόγια τής προκοπής, δέν μπορεί νά ἀρθρώσει δυό κουβέντες. -
9 возможно
επίρ.1. όσο το δυνατό(ν)•сделать возможно лучше κάνω όσο το δυνατόν καλύτερα•
принесите лекарство возможно скорее φέρτε φάρμακο όσο μπορείτε γρηγορότερα ή το ταχύτερο.
2. απρόσ. είναι, υπάρχει η δυνατότητα.3. ίσως, είναι ενδεχόμενο, δυνατό, ενδέχεται, μπορεί, πιθανόν•возможно меня не будет дома завтра μπορεί αύριο να μην είμαι στο σπίτι, ίσως αύριο να λείπω από το σπίτι.
-
10 впору
επίρ.1. ακριβώς (πάνω) στην ώρα, απούντο•он пришел впору αυτός ήρθε ακριβώς στην ώρα.
2. ακριβώς στο μέτρο•платье ей впору το φόρεμα της ήρθε ακριβώς στο σώμα της (στο μετρο, κούπα).
3. είναι δυνατόν, μπορεί μόνο•такую порцию впору лишь обжоре есть τέτοια μερίδα φαγητού μόνο ένας φαγάς μπορεί να την καταφέρει, να την φάει.
-
11 добрый
επ., βρ: добр, добра, добро, добры κ. добры.1. καλός, αγαθός, καλόκαρδος, χρηστός•-ые люди καλοί άνθρωποι•
-ая душа καλή ψυχή•
-ое сердце καλή καρδιά•
вы слышном -ы είστε παραπάνω από καλός•
-ые дела, καλά έργα•
-ые отношения καλές σχέσεις.
2. ευχάριστος, αίσιος• ευνοϊκός•-ые известия ευχάριστα νέα.
|| (για ευχές) καλός•-ое утро, добрый день καλημέρα•
-ой ночь καληνύχτα•
добрый вечер καλησπέρα• (в) добрый час ώρα καλή• (в) путь καλό ταξείδι•
-го здоровья υγείαίνετε.
3. παλ. πολύ καλός, άριστος. || καλής ποιότητας.4. άμεμπτος, ακηλίδωτος•-ая память καλή ανάμνηση•
-ое имя καλό όνομα•
-ая слава καλή φήμη.
5. ολόκληρος, πλήρης•я просидел -ых два часа κάθησα δυό ολόκληρες ώρες.
|| πραγματικός.εκφρ.добрый малый – ανθρωπάκος, -άκι•всего -го – (ευχή) α) στο καλό. β) χαίρετε (αποχαιρετισμός)•чего -го – μπορεί, δυνατόν, πιθανόν•чего -го нас в дороге гроза застигнет – μπορεί να μας πιάσει θύελλα στο δρόμο•будьте -ы – έχετε τήν καλοσύνη νά..., ευαρεστηθείτε•по -ой воле – θεληματικά,εκουσίως• από καλή θέληση•люди -ой волы – άνθρωποι καλής θέλησης. -
12 должен
-жна, -жно (χρησιμοποιείται σαν κατηγ. με το ρ. быть ή και χωρίς αυτό)•1. οφείλω, χρεωστώ•я должен вам пять рублей εγώ σας χρωστώ πέντε ρούβλια.
2. είμαι υποχρεωμένος, πρέπει•он должен скоро вернуться αυτός πρέπει να γυρίσει (επιστρέψει) γρήγορα.
|| είμαι ανακασμένος, αναγκάζομαι.εκφρ.должно ή должно быть – μπορεί, μπορεί να είναι, πιθανόν, είναι πιθανόν, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•должен статься – βλ. должно быть; должно полагать πρέπει να υποθέσομε• βλ. και•должно быть. -
13 мочься
ρ. απρόσ. можется μόνο ερωτηματικά κ. με τίς λέξεις•плохо, худо• как можется? πως είστε; (από υγεία)•
худо можется δεν πάει καλά η υγεία μου, άσχημα την έχω.
|| δύναται, μπορεί•как можется όπως μπορεί, όπως δύναται, όπως είναι δυνατόν.
-
14 нельзя
επίρ.με σημ. κατηγ.1. δεν είναι δυνατόν δεν υπάρχουν δυνατότητες δεν μπορεί είναι αδύνατον•этого нельзя сделать αυτό είναι αδύνατο να γίνει.
2. δεν κάνει, δεν πρέπει δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται•здесь курить нельзя εδώ απαγορεύεται το κάπνισμα•
употреблять такие слова δεν πρέπει να χρησιμοποιείς (να λες) τέτοιες λέξεις.
εκφρ.нельзя ли – δεν επιτρέπεται;επιτρέψτε•нельзя не – δεν μπορεί να μη•нельзя сказать, чтобы... – δεν μπορείς να πεις ότι... нельзя сказать, чтобы он был прав δεν μπορείς να πεις ότι αυτός είχε δίκαιο•как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα. -
15 туда-сюда
επίρ.έτσι κι έτσι, μέτρια,μπορεί και δεν μπορεί, πάει και δεν πάει. -
16 дедвейт
το νεκρό βάρος (το πρόσθετο βάρος, το οποίο μπορεί να μεταφέρει ένα σκάφος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дедвейт
-
17 дрейф
(отклонение от курса судна) η παρέκκλιση/εκτροπή του πλοίου από την πορεία του (λόγω ρεύματος, κύματος ή ανέμου)судно лежит на - е το πλοίο είναι ακινητοποιημένο/δεν μπορεί να κινηθείРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дрейф
-
18 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
19 помол
1. (измельчение) το άλεσμα, η άλεση 2. (качество помола) η ποιότητα του αλέσματος 3. (количество смолотого в определённый срок зерна) η άλεση (η ποσότητα δημητριακών ή άλλων καρπών που μπορεί να αλεστεί σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помол
-
20 цель
1. (рлк.) о στόχ/οςложная - ψευδής/ψεύτικος -радиолокационная - του ραδιοεντοπιστή, разг. - του ραντάρ2. (стремление достичь чего-л.) о σκοπ/ός, о στόχοςη επιδίωξηприбор может быть использован для следующих - ей το όργανο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους παρακάτω - ούςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цель
См. также в других словарях:
μυοκαρδιοπάθεια — Μπορεί να είναι μια από τις πολλαπλές εκδηλώσεις μιας πολυσυστηματικής νόσου (προσβολή πολλών συστημάτων ταυτόχρονα) – όπως είναι ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, η σαρκοείδωση, η αμυλοείδωση – ή μπορεί να είναι εκδήλωση του αλκοολισμού,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek