Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μπορεί

  • 81 измеримый

    επ., βρ: -рим, -а, -о
    καταμετρητός, που μπορεί να μετρηθεί.

    Большой русско-греческий словарь > измеримый

  • 82 контроль

    α.
    έλεγχος• εξέταση•

    контроль за качеством работы έλεγχος ποιότητας εργασίας•

    это не поддаётся -ю αυτό δε μπορεί να ελεγθεί•

    контроль над производством έλεγχος στην παραγωγή•

    взять под контроль βάζω (παίρνω) υπό τον έλεγχο•

    государственный контроль κρατικός έλεγχος.

    || αθρσ. ελεγκτές•

    выставить!- τοποθετώ ελεγκτές.

    Большой русско-греческий словарь > контроль

  • 83 кривой

    επ., βρ: крив, крива, криво.
    1. κυρτός, καμπύλος, λυγισμένος, γυριστός•
    -я сабля κυρτό σπαθί. || στραβός, στρεβλός•

    человек с -ыми ногами άνθρωπος στραβοπόδαρος.

    || λοξός, πλάγιος•

    -я линия λοξή γραμμή.

    2. ουσ. θ. -ая λοζή γραμμή.
    3. βλ. кривоглазый.
    4. παλ. άδικος, ψεύτικος, μη σωστός.
    εκφρ.
    - ая улыбка – ψευτοχαμόγελο –ое зеркало καθρέφτης που παραμορφώνει•
    улыбаться (усмехаться) -о – πικροχαμογελώ• χαμογελώ ειρωνικά•
    - я вывезет (вынесет) – μπορεί να το πάει ο διάβολος και γίνει•
    куда -я не (ни) вывезет (вынесет) – όπου το βγάλει η άκρη, ας γίνει ό,τι θέλει•
    на -ой не объедешь его – δεν τον ξεγελάς με τίποτε.

    Большой русско-греческий словарь > кривой

  • 84 лежать

    лежу, лежишь,
    επιρ. μτχ. лжа, ρ.δ.
    1. ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοίτομαι•

    лежать на солнце ξαπλάνω στον ήλιο•

    лежать ничком ξαπλώνω μπρούμυτα•

    лежать ниц ξαπλώνω πρηνηδόν, μπρούμυτα•

    -навзничь ξαπλώνω ανάσκελα•

    лежать на боку ξαπλώνω στο πλευρό•

    лежать на спин ακουμπώ στη ραχη•

    лежать пластом ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά.

    || μένω•

    без чувств μένω αναίσθητος•

    лежать в обморок μένω λιπόθυμος.

    || είμαι άρρωστος•

    он -ит в больнице αυτός είναι άρρωστος στο νοσοκομείο.

    || σε συνδυασμό με λέξεις της ίδιας ρίζας: «лежмя», «лежнем», «в лёжку» προσδίδει επίταση•

    в лёжку лежать ξαπλώνω φεφδιά-πλατιά.

    || κείμαι (νεκρός).
    2. (για αντικείμενα) βρίσκομαι σε οριζόντια θέση, κείμαι. || είμαι, επικάθομαι, κείμαι.
    4. εκτείνομαι•

    город -ит на берегу моря η πόλη εκτείνεται κατά μήκος της παραλίας.

    5. κάθομαι, κείμαι.
    6. περικλείνομαι, περιέχομαι.
    εκφρ.
    лежать на боку ή на печи – τεμπελιάζω•
    лежать под сукном – παίραμένω στο χρονοντούλαπό (για αιτήσεις, υποθέσεις κλπ.)• плохо лежит δεν είναι ασφαλισμένα, μπορεί να κλεφτεί•
    душа ή сердце не -ит к кому-чему – δεν είμαι καλοδιατεθημένος προς κάποιον ή για κάτι.
    ξαπλώνω, πλαγιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > лежать

  • 85 лечь

    лягу, ляжешь, лягут; παρλθ. χρ. лг, легла
    -ло, προστκ. ляг ρ.σ.
    1. ξαπλώνω,πλαγιάζω κατακλίνομαι•

    лечь на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || πεθαίνω. || πέφτω στη μάχη, σκοτώνομαι.
    2. εκτείνομαι καλύπτω, σκεπάζω. || αρχίζω, έρχομαι•

    на днях -ет зима αυτές τις μέρες θ αρχίσει ο χειμώνας.

    3. πέφτω, κάθομαι•

    платье -ло хорошо на тело το φόρεμα κάθησε καλά στο σώμα.

    4. παίρνω κατεύθυνση (για πλοίο, αεροπλάνο).
    5. μτφ. φέρω, πέφτω, έχω•

    ответственность -ет на вас την ευθύνη θα την φέρετε εσείς•

    могут лечь на меня подозрения μπορεί να με υποψιαστούν.

    6. μτφ. σε συνδυασμό με τις λέξεις•

    на душу, на сердце, на совесть σημαίνει: βαρύνω, τύπτω, τρώγω, κατατρύχω, καταπονώ, ενοχλώ.

    Большой русско-греческий словарь > лечь

  • 86 лимон

    а α.
    1. η λεμονιά.
    2. λεμόνι.
    εκφρ.
    выжатый- – (ίνθρωπος) στημένος σαν το λεμόνι, που δεν μπορεί πια να αποδόσει τίποτε άλλο.

    Большой русско-греческий словарь > лимон

  • 87 льзя

    επίρ. παλ. μπορεί, είναι δυνατό.

    Большой русско-греческий словарь > льзя

  • 88 место

    -а, πλθ. места, мест ουδ.
    1. τόπος, μέρος• χώρος•

    рабочее место τόπος της δουλειάς•

    общественное место δημόσιος χώρος•

    место назначения τόπος προσδιορισμού•

    место рождения τόπος γένησης•

    глухое место έρημο (απόκεντρο) μέρος•

    прибыть на место φτάνω στο μέρος.

    2. θέση•

    уступить место παραχωρώ τη θέση•

    положить на место βάζω στη θέση.

    || θέση υπηρεσιακή•

    быть без -а είμαι χωρίς θέση.

    3. περικοπή, περίοδος, χωρίο.
    4.πλθ. επαρχία, ύπαιθρος• περιφέρεια.
    5. βαθμίδα•

    занимать первое место в соревновании παίρνω την πρώτη θέση στην άμιλλα.

    6. αντικείμενο, πράγμα αποσκευών.
    εκφρ.
    место заключения – τόπος εγκάθειρξης, φυλακή•
    к -у ή у -а – πάνω στην ώρα, στον κατάλληλο χρόνο ή στιγμή•
    не к -у ή не у -а – σε ακατάλληλη ώρα σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο•
    на своём -е – στη θέση του (όπου μπορεί να αποδόσει περισσότερο)•
    на -е преступления – στον τόπο του εγκλήματος, επ αυτοφόρω, στα πράσα•
    на -е кого – στη θέση κάποιου•
    на -е уложить (положить, убить) φονεύω επι τόπου•
    поставить на (своё) место кого ή указать место кому – βάζω κάποιον στη θέση του (επιτ ιμώ παρεκτρεπό-μενο)•
    сердце (душа) не на -е – σπάραξε η καρδιά (από φόβο)•
    не находить (себе) -а – δε με χωρά ο τόπος (ανησυχώ υπερβολικά)•
    с -а (брать, взять) – αμέσως, χωρίς καθυστέρηση•
    ни с -а – α) ούτε ρούπι, καθόλου μην (το κουνήσεις), β) μτφ. σημειωτό βήμα, στάσιμος•
    по -ам! – (παράγγελμα) στις θέσεις σας!•
    - а общего пользования – μέρη κοινής χρήσης (κουζίνα, αφοδευτήρια κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > место

  • 89 наживной

    επ; ;θποκτήσιμος•

    дело -бе κάτι που μπορεί να αποκτηθεί•

    деньги наживной дело -бе τα χρήματα είναι αποκτήσιμα.

    Большой русско-греческий словарь > наживной

  • 90 насилу

    επίρ.
    με μεγάλη δυσκολία, μόλις και μετά βίας•

    он так слаб, что насилу ходит αυτός είναι τόσο αδύνατος, που μόλις μπορεί και σέρνει τα πόδια του ή να βαδίζει.

    || επιτέλους.

    Большой русско-греческий словарь > насилу

  • 91 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 92 нежели

    σύνδ. (γραπ. λόγος)
    1. παρά, απ ό,τι, σε σύγκριση• ή•

    лучше умереть нежели быть рабом καλύτερα να πεθάνω, παρά να είμαι δούλος•

    он обещает больше нежели может сделать αυτός υπόσχεται περισσότερα απ ό,τι μπορεί να κάνει.

    2. με τους χρον. συνδ: раньше, прежде σημαίνει: προτού να, πριν να.
    εκφρ.
    более —παλ. πάρα πολύ, λίαν, υπέρμετρα•
    это более нежели позволенно – αυτό είναι υπέρ το δέον η ξεπερνάει τα όρια•
    более нежели когда-л. – περισσότερο παρά ποτέ.

    Большой русско-греческий словарь > нежели

  • 93 непознаваемый

    επ., βρ: -аем, -а
    -ο(γραπ. λόγος) αγνώσιμος, που δε μπορεί να γνωστεί;

    Большой русско-греческий словарь > непознаваемый

  • 94 определимый

    επ., βρ: -лим, -а, -о
    ορίσιμος • που μπορεί, να οριστεί.

    Большой русско-греческий словарь > определимый

  • 95 плащ-палатка

    θ.
    αδιάβροχο-αντίσκηνο (που μπορεί να χρησιμεύσει και για τα δυό).

    Большой русско-греческий словарь > плащ-палатка

  • 96 поди

    (απλ.)
    1. (προστκ. αντί του «пойди») πήγαινε•

    поди сюда έλα εδώ•

    -те прочь πηγαίνετε έξω•

    -те наверх πηγαίνετε (ανεβήτε) επάνω.

    2. (παρνθ. λ.) πιθανόν, μπορεί, ίσως, όπως φαίνεται. || δοκίμασε, προσπάθησε.
    3. (επιφ. θαυμαστικό) πωπώ! βρε! τι λες(εκεί) !
    4. επιφ. προειδοποιητικό παλ. φυλάξου! πρόσεχε! το νου σου!
    εκφρ.
    (да и) на-подиβλ. на1;

    Большой русско-греческий словарь > поди

  • 97 подлинь

    α. κ.θ. (κυνηγ.) πτηνό κατά την πτερόρροια (που δεν μπορεί να πετάξει).

    Большой русско-греческий словарь > подлинь

  • 98 подчинить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подчинённый, βρ: -нён, -нена, -но.
    1. υποτάσσω, κατακτώ•

    подчинить совсем καθυποτάσσω.

    2. θέτω, βάζω, υπάγω κάτω από την εξουσία μου εξαρτώ•

    подчинить свои действия голосу рассудка υποτάσσω τις ενέργειες μου στη φωνή του λογικού•

    закону υποτάσσω στο νόμο•

    подчинить своему влиянию кого-Η.

    επηρεάζω κάποιον.
    3. (γραμμ.) εξαρτώ•

    одному главному предложению могут быть подчинены несколько придаточных σε μια κύρια πρόταση μπορεί να υποταχτούν κάμποσες δευτερεύουσες.

    υποτάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > подчинить

  • 99 пожалуй

    παρνθ. λ. κ. μόριο
    1. παρνθ. λ. μπορεί, πιθανόν, δυνατόν, ίσως.
    2. μόριο (για αμφιβολία, αοριστία)• καλά, σύμφωνος• είθε, μακάρι•

    по мне пожалуй εγώ συμφωνώ•

    вы этого хотите? пожалуй αυτό θέλετε; είθε, μακάρι (να γίνει).

    Большой русско-греческий словарь > пожалуй

  • 100 поместить

    -мещу, -местишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. помещённый, βρ: -щён, -щена, -но
    ρ.σ.μ.
    1. τοποθετώ, θέτω, βάζω σε θέση, εγκαθιστώ, παρέχω θέση•

    поместить туристов в гостинице εγκαθιστώ τους τουρίστες στο ξενοδοχείο•

    поместить все книги можно поместить в шкафу όλα τα βιβλία μπορεί να χωρέσουν στη βιβλιοθήκη•

    поместить ребнка в детдом βάζω το παιδάκι στο παιδικό άσυλο•

    поместить деньги в сберкассу βάζω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    2. καταχωρώ• συμπεριλαβαίνω•

    статью в журнале βάζω το άρθρο στο περιοδικό•

    поместить объявление в газете δημοσιεύω ανακοίνωση στην εφημερίδα.

    1. χωρώ• (συ μ) περιλαμβάνομαι.
    2. εγκατασταινομαι (σε σπίτι). || κάθομαι, πιάνω θέση.

    Большой русско-греческий словарь > поместить

См. также в других словарях:

  • μυοκαρδιοπάθεια — Μπορεί να είναι μια από τις πολλαπλές εκδηλώσεις μιας πολυσυστηματικής νόσου (προσβολή πολλών συστημάτων ταυτόχρονα) – όπως είναι ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, η σαρκοείδωση, η αμυλοείδωση – ή μπορεί να είναι εκδήλωση του αλκοολισμού,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»