-
41 μώσας
μώσᾱς, Μοῦσαmusic: fem acc pl (doric)μώσᾱς, Μοῦσαmusic: fem gen sg (doric aeolic)μώσᾱς, μῶμαιseek after: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
42 ραθυμούσας
ῥᾳθῡμούσᾱς, ῥᾳθυμέωpres part act fem acc pl (attic epic doric)ῥᾳθῡμούσᾱς, ῥᾳθυμέωpres part act fem gen sg (doric) -
43 ῥᾳθυμούσας
ῥᾳθῡμούσᾱς, ῥᾳθυμέωpres part act fem acc pl (attic epic doric)ῥᾳθῡμούσᾱς, ῥᾳθυμέωpres part act fem gen sg (doric) -
44 συνατιμούσα
συνατῑμοῦσα, σύν-ἀτιμάωdishonour: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic)συνατῑμοῦσα, σύν-ἀτιμόωdishonour: pres part act fem nom /voc sg (attic ionic) -
45 συνατιμοῦσα
συνατῑμοῦσα, σύν-ἀτιμάωdishonour: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic)συνατῑμοῦσα, σύν-ἀτιμόωdishonour: pres part act fem nom /voc sg (attic ionic) -
46 Μουσάν
-
47 Μουσᾶν
-
48 Μουσών
-
49 Μουσῶν
-
50 Μούσαι
-
51 Μοῦσαι
-
52 Μούσαν
-
53 Μοῦσαν
-
54 Μούση
-
55 Μούσῃ
-
56 Μούσηι
Μούσῃ, Μοῦσαmusic: fem dat sg (attic epic ionic) -
57 Μούσηισιν
Μούσῃσιν, Μοῦσαmusic: fem dat pl (epic ionic) -
58 Μούσησ'
-
59 Μούσῃσ'
-
60 Μούσησι
См. также в других словарях:
Μούσα — Μούσᾱ , Μοῦσα music fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μούσᾳ — Μούσᾱͅ , Μοῦσα music fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοῦσα — music fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοῦσα — music fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… … Dictionary of Greek
μούσα — η 1. μυθολογική θεότητα, που, όπως πίστευαν, ενέπνεε τους ποιητές, η έμπνευση: Εμπνεύστηκε από τη μούσα. 2. η ιδιοφυΐα και η τεχνοτροπία κάθε ποιητή και καλλιτέχνη: Η μούσα του Ομήρου. 3. το σύνολο των ποιητικών έργων μιας γλώσσας, ενός λαού κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μούσα — μού̱σᾱ , Μοῦσα music fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούσᾳ — μού̱σᾱͅ , Μοῦσα music fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αϊούν-Μούσα — (Πηγές του Μωυσή). Πηγές στη δυτική περιοχή της χερσονήσου του Σινά κοντά στην παραλία. Απέχουν περίπου 6 ώρες από την πόλη του Σουέζ. Υπήρξε μία από τις γνωστότερες τοποθεσίες κατά την αρχαιότητα. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πόλεμου υπήρχε… … Dictionary of Greek
Κουαρίσμι, Μοχάμετ ιμπν Μουσά αλ- — (Mohamed Ibn Musa Αl Khowarizmi, τέλη 8ου – αρχές 9ου αι. μ.Χ.). Άραβας μαθηματικός, γεωγράφος και αστρονόμος. Εργαζόταν στην Αυλή του χαλίφη της Βαγδάτης Μομούν. Η μαθηματική πραγματεία του με τίτλο Κιτάμπ αλ γιάμπρ ουά’λ μουκάμπαλα… … Dictionary of Greek
μουσαγέτα — μουσᾱγέτᾱ , Μουσαγέτης masc nom/voc/acc dual (doric) μουσᾱγέτα , Μουσαγέτης masc voc sg (doric) μουσᾱγέτᾱ , Μουσαγέτης masc gen sg (doric aeolic) μουσᾱγέτα , Μουσαγέτης masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)