-
1 μοσχάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοσχάριον
-
2 μοσχάς
A heifer, Gloss. -
3 μοσχεία
μοσχ-εία, ἡ,A planting of a sucker or layer, Ph.Byz.Mir.1.3, Sch.Theoc.1.48:— written [full] μοσχέα, Ostr. 1302 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοσχεία
-
4 μόσχειος
μόσχ-ειος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μόσχειος
-
5 μοσχέλαιον
μοσχ-έλαιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοσχέλαιον
-
6 μόσχευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μόσχευμα
-
7 μοσχευματικὴ
A malleolaris, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοσχευματικὴ
-
8 μόσχευσις
A propagation of plants by suckers, Gp.11.3 tit.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μόσχευσις
-
9 μοσχεύω
A plant a sucker, Thphr.CP1.2.1, 3.5.1, etc.; τὸ μεμοσχευμένον ib.3.5.3, cf.Com.Adesp.182, PSI5.499.7 (iii B.C.): metaph., μ. τοὺς τοιούτους ἐν [τοῖς δικαστηρίοις] D.25.48;μοσχευομένη κατὰ τοῦ δήμου τυραννὶς καθ' ὅλης τῆς πόλεως -εύεται D.H.7.46
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοσχεύω
-
10 μοσχίας
A like a calf: used of any young animal, leveret, etc., Poll.5.74; three-year-old ram, Eust.1627.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοσχίας
-
11 μοσχίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοσχίδιον
-
12 μοσχίναι
μοσχ-ίναι· οἱ σκιρτητικοί, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοσχίναι
-
13 μοσχίνδα
μοσχ-ίνδα· τὸ ἑξῆς, καὶ ἀνελλιπῶς, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοσχίνδα
-
14 μόσχινος
A of calf-skin, POxy.1923.25 (v/vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μόσχινος
-
15 μοσχίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοσχίον
-
16 μόσχιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μόσχιος
-
17 μοσχίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοσχίτης
-
18 μοσχῆ
-
19 μόσχος 1
μόσχος 1Grammatical information: m.Meaning: `offshoot of plants, slip' (Λ 105, Thphr.), `stalk of a leaf' (Dsc.; cf. Strömberg Theophrastea 116); m. a. f. `young cow, heifer, calf', also of other young animals and (metaph.) of young men (Hdt., com.. E., pap.).Compounds: As 1. member almost only = `calf', e.g. μοσχο-τρόφος `raising calves' (pap.), μοσχό-ταυρος m. prop. `bull as old as a μόσχος', i.e. `bull-calf' (Al. Le. 4, 3), hardly (Strömberg Wortstudien 6) with inversion of the elements for μόσχος ταύρειος; as 2. member only in μονό-μοσχος `with one stalk' (Dsc.).Derivatives: 1. Diminut.: μοσχ-ίδιον `small shoot' (Ar., Ael.), - ίον `young calf' (Ephipp., Theoc.), - άριον `id.' (LXX, pap.). -- 2. subst.: μοσχ-άς, - άδος f. `shoot, slip' (Pamphylian; after φυτάς a.o., Chantraine Form. 353), also `heifer' (gloss.); - ίας -n. `young of a animal' (Poll.; as νεανίας a.o.); - ών, - ῶνος m. `calf-stable' (pap.); -ῆ f. `calf's skin' (Anaxandr.). -- 3. Adj.: μόσχ-(ε)ιος `of a calf' (E., X., Plb., AP); - ινος `of calf-leather' (pap.), - ίναι οἱ σκιρτητικοί H. -- 4. Adv.: μοσχ-ηδόν `like calves' (Nic.). -- 5. Verb: μοσχεύω `plant a root-shoot' (D., Thphr., D. H.), also `raise a calf' (Philostr.), with μοσχ-εία f. `planting of shoots' (Ph. Byz.), - ευσις f. `id.' (Gp.), - ευμα n. `shoot, offspring' (Thphr., pap.), - ευματικός = malleolaris (gloss.).Origin: IE [Indo-European] [750] *mosǵho- `young of an animal'Etymology: To μοσχίον agrees exactly Arm. mozi, gen. - voy `calf'; in both languages there came to Gr.-Arm. *mozǵhos a i̯o-deriv. The old but rare meaning`shoot of a plant' can without difficulty be understood as metaphor (cf. Strömberg Theophrastea 50 f.; not right on μόσχος ibd. 52). The comparison μόσχος `shoot of a plant' = Lith. mãzgas `knob of a tree' (Fick 1, 518 u.a.), where μόσχος `calf' together with Arm. mozi would have to be separated, is unnecessary, as the meaning `knob' originated from `round, hard raising, knob' (to mègsti `knot'). Old combinations in Bq, WP. 2, 308 f., Güntert Reimwortbildungen 147 f. Further Schwyzer 541. -- Here also the PN Μόσχοι ("youngmen") with Brandenstein Sprachgesch. und Wortbed. 82?Page in Frisk: 2,259Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μόσχος 1
-
20 μοσκ-
см. μοσχ\
См. также в других словарях:
μόσχ(ο)- — και μοσκ(ο) (ΑΜ μοσχ[ο] , Μ και μοσκ[ο] ) α συνθετικό αρκετών λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. μόσχος (II) «ελαιώδες αρωματικό υγρό» και έχει τη σημασία ὅτι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) έχει ή αναδίδει ευωδιά (μοσχέλαιο,… … Dictionary of Greek
μοσχ(ο)αναθρεμμένος — και μοσκ(ο)αναθρεμμένος, η, ο αναθρεμμένος από τους γονείς του με υπερβολικές φροντίδες και περιποιήσεις, καλοαναθρεμμένος («κυρά μ , τη θυγατέρα σου τη μοσχαναθρεμμένη», δημ. τραγούδι). επίρρ... μοσχ(ο)αναθρεμμένα με πολλές περιποιήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
μοσχοκάρυδο — Σπέρμα του καρπού της μυριστικής της ευώδους (οικογένεια μυριστικίδων, δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τις Μολούκες νήσους και καλλιεργείται σε διάφορες τροπικές χώρες. Αποτελεί δέντρο εύοσμο σε κάθε τμήμα του. Τα μ. είναι ογκώδη, ωοειδή… … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
εύμιτρος — εὔμιτρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία μίτρα, ο στολισμένος με ωραία ταινία («εὐμίτροιο χιτῶνος», Μόσχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μίτρα] … Dictionary of Greek
ζευγάρι — το (AM ζευγάριον, Μ και ζευγάριο και ζευγάριν) ζεύγος από βόδια για την καλλιέργεια τής γης (α. «ζευγάριον βοεικόν», Αριστοφ. β. «τίποτα δεν μάς μένει, ούτε ζευγάρι ούτε σπορά», Βαλαωρ.) νεοελλ. φρ. 1. «κάνω ζευγάρι» καλλιεργώ, οργώνω 2. «βγήκαν… … Dictionary of Greek
κεγχρίνης — κεγχρίνης, ὁ (Α) φίδι που έχει στο δέρμα εξογκώματα όμοια με κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα ίνης (πρβλ. ελαφ ίνης, μοσχ ίνης)] … Dictionary of Greek
κρίδιον — κρίδιον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μικρὸς κριός». [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βατραχ ίδιον, μοσχ ίδιον)] … Dictionary of Greek
κτέρεα — κτέρεα, τὰ (Α) 1. τα νεκρικά δώρα, τα πράγματα τα οποία καίγονταν μαζί με τον νεκρό προς τιμήν του («πολλοῑς σὺν κτερέεσσι πυρῆς ἐπέβησαν ὁμοίης», Μόσχ.) 2. επικήδειες τιμές 3. τα σάβανα, τα υφάσματα με τα οποία περιτύλιγαν τον νεκρό («ἐνὶ… … Dictionary of Greek
λαγίνης — λαγίνης, ὁ (Μ) λαγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. ίνης (πρβλ. ελαφ ίνης, μοσχ ίνης)] … Dictionary of Greek
λαχαίνω — (I) βλ. λαγχάνω. (II) λαχαίνω (Α) σκάβω, ορύσσω («μεγάλην ἐλάχαινε... τάφρον», Μόσχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαχαίνω συνδέεται με τη λ. λάχανον (μετονοματικό παράγωγο) και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από το σύνθ. ἀμφι λαχαίνω «σκάβω γύρω», το οποίο… … Dictionary of Greek