-
1 μορεών
-
2 μορεῶν
-
3 μορεών
(-ώνος) ο тутовая роща -
4 ἐμβολάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβολάς
См. также в других словарях:
μορεῶν — μορέα mulberry tree fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)