-
1 μονόθυρος
μονό-θῠρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόθυρος
См. также в других словарях:
μονόθυρος — η, ο (Α μονόθυρος, ον) 1. αυτός που έχει μία πόρτα («μονόθυρη αίθουσα») 2. (για πόρτα) αυτός που έχει ένα μόνο φύλλο 3. (για μαλάκιο) αυτό που έχει μόνο μία θυρίδα αρχ. (για σπήλαιο) αυτός που έχει μία είσοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + θυρος (< … Dictionary of Greek