-
1 θυρώματα
θύρωμαdoorway: neut nom /voc /acc plθυρώματαneut nom /voc /acc pl -
2 θυρώμαθ'
θυρώματα, θύρωμαdoorway: neut nom /voc /acc plθυρώματι, θύρωμαdoorway: neut dat sgθυρώματε, θύρωμαdoorway: neut nom /voc /acc dualθυρώματα, θυρώματαneut nom /voc /acc pl -
3 θυρώματ'
θυρώματα, θύρωμαdoorway: neut nom /voc /acc plθυρώματι, θύρωμαdoorway: neut dat sgθυρώματε, θύρωμαdoorway: neut nom /voc /acc dualθυρώματα, θυρώματαneut nom /voc /acc pl -
4 θυρωμάτων
θύρωμαdoorway: neut gen plθυρώματαneut gen pl -
5 θυρώμασι
θύρωμαdoorway: neut dat plθυρώματαneut dat pl -
6 θυρώμασιν
θύρωμαdoorway: neut dat plθυρώματαneut dat pl -
7 καταχαλκόω
V 0-1-0-0-0=1 2 Chr 4,9to cover with bronze; θυρώματα κατακεχαλκωμένα χαλκῷ panels overlaid with bronze -
8 διαφθείρω
A , etc., [dialect] Ep.- φθέρσω Il.13.625
: [tense] pf. , Pl.Ap. 30d, etc.; also διέφθορα (v. infr. 111):— [voice] Pass., [tense] fut.διαφθᾰρήσομαι Th.4.37
; [dialect] Ion.διαφθερέομαι Hdt.8.108
, 9.42: [ per.] 3pl. [tense] plpf.διεφθάρατο Id.8.90
:—destroy utterly,πόλιν Il.13.625
;ἔργα διαφθείρεσκε Hdt.1.36
; make away with, kill,τινά Id.9.88
, etc.; destroy, ruin, ἥδ' ἡμέρα φύσει σε καὶ διαφθερεῖ S.l.c.;τὴν τύχην Id.Ph.1069
; δ. χεῖρα weaken, slacken one's hand, E.Med. 1055; spoil, break,ὑγιῆ λίθον IG7.3073.33
(Lebad., ii B.C.);τὰ θυρώματα διεφθάρθαι IG22.1046.11
; δ. τὴν συνουσίαν break up the party, Pl.Prt. 338d.2 in moral sense, corrupt, ruin, ; δ. τοὺς νέους, τοὺς νεωτέρους, Pl.Ap. 30b, 25a;νεανίσκον συνὼν δ. Eup. 337
; esp. corrupt by bribes, Hdt.5.51;ἀργυρίῳ δ. τινά Lys.28.9
;διαφθειρομένων ἐπὶ χρήμασι D.18.45
; δ. γυναῖκα seduce a woman, Lys.1.16, etc., cf. E.Ba. 318 ([voice] Pass.); δ. τοὺς νόμους falsify, counterfeit them, Isoc.18.11;γραμματεῖον Id.17.33
([voice] Pass., ib.24);τὰ φεφ αδηκότα IG9(1).334.37
([dialect] Locr., V. B.C.).3 οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος having changed nothing of his colour, Pl.Phd. 117b.4 of a woman, to lose by miscarriage or premature birth, ἔμβρυα, βρέφος, Hp.Aph.5.53, Plu.2.242c: abs., miscarry, Hp.Epid.7.73, Is.8.36:—[voice] Pass.,τῶν διαφθαρεισῶν τὰ ἔμβρυα Hp.Mul.1.72
.II [voice] Pass., to be destroyed, δ. ἐπὶ τοῖς ἱματίοις to be murdered for the clothes he wore, Antipho 2.2.5; of animals, freq. in Pap., POxy.74.14 (ii A.D.), etc.; esp. to be crippled, disabled, Hdt.1.34; of ships, ib. 166, And.1.142; to be spoilt, (i B.C.), cf. Th.7.84; to be corrupted,αἷμα Gal.15.297
, al.; deaf,Hdt.
1.38; τὰ σκέλεα διεφθάρησαν had their legs broken, Id.8.28;διέφθαρμαι δέμας τὸ πᾶν S.Tr. 1056
;τὰ ὄμματα δ.
blinded,Pl.
R. 517a;σὰς φρένας E.Hel. 1192
; τὸ φρενῶν διαφθαρέν, = φρενοβλάβεια, Id.Or. 297, cf. X.Cyr.4.1.8: abs., διεφθαρμένος decomposed, of a corpse, Pl.R. 614b.III [tense] pf. διέφθορα intr., to have lost one's wits,διέφθορας Il. 15.128
; also in Hp., διεφθορὸς αἷμα corrupted blood, Mul.2.134; freq. in later Prose,γάλα δ. ἤδη J.AJ5.5.4
;τὰ δ. σώματα Plu.2.87c
, cf. 128e, Luc.Sol.3, etc.; but,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφθείρω
-
9 καταχαλκόω
A cover or point with bronze,τὰ κέρεα Hdt.6.50
:—[voice] Pass.,θυρώματα-κεχαλκωμένα χαλκῷ LXX 2 Ch.4.9
.II κ. τόπον θυρίσι block up with bronze doors, Heraclid. ap. Ath.12.521f;στοὰς ὅπλοις D.S.12.70
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταχαλκόω
-
10 μονόθυρος
μονό-θῠρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόθυρος
-
11 στροφωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροφωτός
-
12 ὡραῖος
ὡραῖος, α, ον (ὥρα; Hes., Hdt.+)① pert. to an opportune point of time, happening/coming at the right time, timely ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων ἀγαθά how timely is the arrival of those who who proclaim good news (i.e. salvation) Ro 10:15 (Is 52:7 cod. Q, margin [JZiegler ’39 ad loc.]. See KBarth; RBultmann, TLZ 72, ’47, 199). But the πόδες ὡραῖοι Sir 26:18 are without doubt well-formed feet; see 2 below. DHamm, Biblica 67, ’86, 305–19, suggests a symbolic connection Ac 3:2, 10.② pert. to being attractive, beautiful, fair, lovely, pleasant of persons and things, an angel GPt 13:55 (of Daniel ViDa 3 [p. 77, 5 Sch.] ὡ. ἐν χάριτι ὑψίστου). Trees (cp. Gen 2:9; En 24:5) B 11:10 (prophetic saying of uncertain origin). θύρα or πύλη Ac 3:2, 10 (cp. GrBar prol. 2.—ESchürer, ZNW 7, 1906, 51–68; OHoltzmann, ibid. 9, 1908, 71–74; KLake: Beginn. I/5, ’33, 479–86; Boffo, Iscrizioni p. 345f.—Of costly and artistic gates of polytheists’ temples Diod S 5, 46, 6 θυρώματα τοῦ ναοῦ). Cp. Mt 23:27.—B. 1191. DELG. M-M.
См. также в других словарях:
θυρώματα — θύρωμα doorway neut nom/voc/acc pl θυρώματα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρώμαθ' — θυρώματα , θύρωμα doorway neut nom/voc/acc pl θυρώματι , θύρωμα doorway neut dat sg θυρώματε , θύρωμα doorway neut nom/voc/acc dual θυρώματα , θυρώματα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρώματ' — θυρώματα , θύρωμα doorway neut nom/voc/acc pl θυρώματι , θύρωμα doorway neut dat sg θυρώματε , θύρωμα doorway neut nom/voc/acc dual θυρώματα , θυρώματα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… … Dictionary of Greek
одвьрьѥ — ОДВЬРЬ|Ѥ (7), ˫А с. Дверной косяк: и ѹкраси камении ч(с)тными и зла(т)мь ѿ Сѹфира позлати домъ… и стѣны и верхы и двьри и ѡдверь˫а (τὰ ϑυρώματα) ГА XIV1, 90б; всѧ же та зла(т)мь покры и верхы и мостъ || и хѣровимъ и стѣны и двьри и ѡдверь˫а. Там… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
θύρωμα — το (Α θύρωμα) [θυρώ] το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα νεοελλ. τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών αρχ. 1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
λιθογλυπτικός — ή, ό το θηλ. ως ουσ. η λιθογλυπτική η λαϊκή γλυπτική σε λίθο, τα έργα τής οποίας μπορούν να διακριθούν σε κρήνες, λειτουργικά αρχιτεκτονικά ανάγλυφα, θυρώματα, υπέρθυρα, φεγγίτες, διάφορες διακοσμητικές εντοιχισμένες πλάκες σπιτιών και εκκλησιών… … Dictionary of Greek
μελαθρώ — μελαθρῶ, όω (Α) [μέλαθρον] συνδέω με δοκούς, στερεώνω («καὶ πάντα τὰ θυρώματα, καὶ αἱ χῶραι μεμελαθρωμέναι», ΠΔ) … Dictionary of Greek
Βουργουνδία — (Bourgogne). Διοικητική περιφέρεια (31.582 τ. χλμ., 1.610.067 κάτ. το 1999) της κεντροανατολικής Γαλλίας, η οποία διαιρείται στα διαμερίσματα Ιόν (Yonne), Χρυσή Ακτή (Côte d’Or), Σον ε Λουάρ (Saône et Loire) και Νιέβρ (Nièvre). Η Β. είναι κατά το … Dictionary of Greek