Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θυρώματα

См. также в других словарях:

  • θυρώματα — θύρωμα doorway neut nom/voc/acc pl θυρώματα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρώμαθ' — θυρώματα , θύρωμα doorway neut nom/voc/acc pl θυρώματι , θύρωμα doorway neut dat sg θυρώματε , θύρωμα doorway neut nom/voc/acc dual θυρώματα , θυρώματα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρώματ' — θυρώματα , θύρωμα doorway neut nom/voc/acc pl θυρώματι , θύρωμα doorway neut dat sg θυρώματε , θύρωμα doorway neut nom/voc/acc dual θυρώματα , θυρώματα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • одвьрьѥ — ОДВЬРЬ|Ѥ (7), ˫А с. Дверной косяк: и ѹкраси камении ч(с)тными и зла(т)мь ѿ Сѹфира позлати домъ… и стѣны и верхы и двьри и ѡдверь˫а (τὰ ϑυρώματα) ГА XIV1, 90б; всѧ же та зла(т)мь покры и верхы и мостъ || и хѣровимъ и стѣны и двьри и ѡдверь˫а. Там… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • θύρωμα — το (Α θύρωμα) [θυρώ] το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα νεοελλ. τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών αρχ. 1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • λιθογλυπτικός — ή, ό το θηλ. ως ουσ. η λιθογλυπτική η λαϊκή γλυπτική σε λίθο, τα έργα τής οποίας μπορούν να διακριθούν σε κρήνες, λειτουργικά αρχιτεκτονικά ανάγλυφα, θυρώματα, υπέρθυρα, φεγγίτες, διάφορες διακοσμητικές εντοιχισμένες πλάκες σπιτιών και εκκλησιών… …   Dictionary of Greek

  • μελαθρώ — μελαθρῶ, όω (Α) [μέλαθρον] συνδέω με δοκούς, στερεώνω («καὶ πάντα τὰ θυρώματα, καὶ αἱ χῶραι μεμελαθρωμέναι», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • Βουργουνδία — (Bourgogne). Διοικητική περιφέρεια (31.582 τ. χλμ., 1.610.067 κάτ. το 1999) της κεντροανατολικής Γαλλίας, η οποία διαιρείται στα διαμερίσματα Ιόν (Yonne), Χρυσή Ακτή (Côte d’Or), Σον ε Λουάρ (Saône et Loire) και Νιέβρ (Nièvre). Η Β. είναι κατά το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»