Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δίθυρος

См. также в других словарях:

  • δίθυρος — with two doors masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίθυρος — ον (AM δίθυρος, ον) 1. αυτός που έχει δύο θύρες, εισόδους 2. το ουδ. ως ουσ. α) ελασματοβράγχια μαλάκια με δύο βαλβίδες β) (για φυτά και καρπούς) αυτός που έχει δύο φλοιούς, δίφλουδος μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίθυρο(ν) η δίφυλλη πόρτα μσν …   Dictionary of Greek

  • δίθυρος — η, ο αυτός που διαθέτει δύο πόρτες, δίπορτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίθυρον — δίθυρος with two doors masc/fem acc sg δίθυρος with two doors neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθύροις — δίθυρος with two doors masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθύρου — δίθυρος with two doors masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθύρους — δίθυρος with two doors masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθύρων — δίθυρος with two doors masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθύρῳ — δίθυρος with two doors masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίθυρα — δίθυρος with two doors neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίθυροι — δίθυρος with two doors masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»