Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μογερός

См. также в других словарях:

  • μογερός — μογερός, όν, θηλ. και ά (Α) 1. (για πρόσωπα) ταλαίπωρος, δυστυχισμένος 2. (για πράγματα) κοπιαστικός, λυπηρός, βαρύς. επίρρ... μογερῶς (Α) με μογερό τρόπο, κοπιαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόγος «πόνος, ταλαιπωρία» + κατάλ. ερός (πρβλ. φθόνος:… …   Dictionary of Greek

  • μογερός — toiling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογερά — μογερός toiling neut nom/voc/acc pl μογερά̱ , μογερός toiling fem nom/voc/acc dual μογερά̱ , μογερός toiling fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογερῶν — μογερός toiling fem gen pl μογερός toiling masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογερόν — μογερός toiling masc acc sg μογερός toiling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογεραῖς — μογερός toiling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογεραί — μογερός toiling fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογεροῖο — μογερός toiling masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογεροῖς — μογερός toiling masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογεροῖσι — μογερός toiling masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογεροῖσιν — μογερός toiling masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»