-
1 μογερός
μογερός, mühvoll, mühselig; Tragg. oft, mit δυςδαίμων vrbdn, Aesch. Spt. 809 u. sonst, wie Eur., von Menschen; auch Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά, Aesch. Spt. 975; στυγεραὶ εὐναὶ μογερῶν οἴκων, Soph. El. 93; ἄχεα μογερά, Eur. Med. 205; bei Ar. Ach. 1168 dem στυγερός entsprechend; sp. D., wie Maneth. 4, 146, u. öfter in der Anth., σαγηνοβόλοι, Agath. 28 (VI, 167); vgl. Archi. 17 (X, 8).
-
2 μογερος
31) несчастный, страдающий(μήτηρ Eur.)
2) мучительный(ἄχεα Eur.)
3) жестокий(Μοῖρα βαρυδότειρα Aesch.)
-
3 μογερός
μογερόςtoiling: masc nom sg -
4 μογερός
μογερός, mühvoll, mühselig -
5 μογερός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μογερός
-
6 μογερά
μογερόςtoiling: neut nom /voc /acc plμογερά̱, μογερόςtoiling: fem nom /voc /acc dualμογερά̱, μογερόςtoiling: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
7 μογερόν
μογερόςtoiling: masc acc sgμογερόςtoiling: neut nom /voc /acc sg -
8 μογεραί
μογερόςtoiling: fem nom /voc pl -
9 μογεροί
μογερόςtoiling: masc nom /voc pl -
10 μογερούς
μογερόςtoiling: masc acc pl -
11 μογερέ
μογερόςtoiling: masc voc sg -
12 μογερή
μογερόςtoiling: fem nom /voc sg (epic ionic) -
13 μογερήν
μογερόςtoiling: fem acc sg (epic ionic) -
14 μογερών
-
15 μογερῶν
-
16 σμυγερός
-
17 σμογερός
-
18 μογερά
-
19 μογερᾷ
-
20 μογεράς
См. также в других словарях:
μογερός — μογερός, όν, θηλ. και ά (Α) 1. (για πρόσωπα) ταλαίπωρος, δυστυχισμένος 2. (για πράγματα) κοπιαστικός, λυπηρός, βαρύς. επίρρ... μογερῶς (Α) με μογερό τρόπο, κοπιαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόγος «πόνος, ταλαιπωρία» + κατάλ. ερός (πρβλ. φθόνος:… … Dictionary of Greek
μογερός — toiling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μογερά — μογερός toiling neut nom/voc/acc pl μογερά̱ , μογερός toiling fem nom/voc/acc dual μογερά̱ , μογερός toiling fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μογερῶν — μογερός toiling fem gen pl μογερός toiling masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μογερόν — μογερός toiling masc acc sg μογερός toiling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μογεραῖς — μογερός toiling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μογεραί — μογερός toiling fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μογεροῖο — μογερός toiling masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μογεροῖς — μογερός toiling masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μογεροῖσι — μογερός toiling masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μογεροῖσιν — μογερός toiling masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)