-
1 στυγερός
στυγερός, verhaßt, abscheulich, entsetzlich, übh. fürchterlich, sowohl von Personen als von Sachen, die das Gefühl des Hasses od. Abscheus erregen, von denen man sich mit Entsetzen abwendet, wie Ἅιδης, Il. 8, 368, στ υγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων, Od. 5, 396, πόλεμος, Il. 4, 240, γάμος, Od. 18. 272 u. öfter. γῆρας, Il. 19, 836; πένϑος, 22. 483. κλαυϑμός, Od. 17, 8; πάντες μὲν στυγεροὶ ϑάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσιν, 12, 341, alle Todesarten sind ihnen schrecklich; στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο ϑυμῷ, Il. 14, 158, er wurde ihr verhaßt, er war ihr Feind in der Seele; adv., τῷ κε τάχα στυγερῶς μιν ἐγὼν ἀπέπεμψα νέεσϑαι, Od. 23, 23, u. öfter; πλοῠτος στυγερώτατος ϑνάσκοντι, Pind. Ol. 11, 90; μοῖρα, Aesch. Pers. 873; στυγερῷ ϑανάτῳ διεπράχϑης, Ch. 1002, u. öfter; τὰν ἐμοὶ στυ-γερὰν Τρῳάδα γαῖαν, Soph. Phil. 1159; ὅπλα, Ai. 1173; unglücklich, Phil. 166; δουλοσύναν στυ-γεράν, Eur. Andr. 110; νόσοι, Phipp. 177, u. öfter; πάϑος, Ar. Ach. 1154. 1168; sp. D. : ὀδύνα, Mel. 6 (XII, 49); φροντίς, πένϑος, Ep. ad. 116 b 656 (VI, 48. VII, 328), u. sonst in der Anth.
-
2 στυγερος
-
3 στυγερός
στυγερός, verhaßt, abscheulich, entsetzlich, übh. fürchterlich, sowohl von Personen als von Sachen, die das Gefühl des Hasses od. Abscheus erregen, von denen man sich mit Entsetzen abwendet; πάντες μὲν στυγεροὶ ϑάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσιν, alle Todesarten sind ihnen schrecklich; στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο ϑυμῷ, er wurde ihr verhaßt, er war ihr Feind in der Seele; unglücklich -
4 στυγερός
στυγερόςhated: masc nom sg -
5 στυγερός
1 abominableπλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον θνᾴσκοντι στυγερώτατος O. 10.90
-
6 στυγερός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > στυγερός
-
7 στυγερός
η, ό [ά, όν ]1) гнусный, мерзкий, отвратительный; одиозный (книжн.); 2) ужасный, тяжкий;στυγερό έγκλημα — тяжкое преступление
-
8 στυγερός
[стигэрос] επ ненавистный, ужасный. -
9 στυγερός
A hated, abominated, loathed, or hateful, abominable, loathsome, freq. in [dialect] Ep. and Trag., both of persons and things;σ. Ἀΐδης Il.8.368
;Ἐρινῦς Od.2.135
; δαίμων, πόλεμος, γάμος, πένθος, etc., 5.396, Il.4.240, Od.1.249, Il.22.483, etc.; μοῖρα, μοῦσα, A.Pers. 909 (anap.), Eu. 308 (anap.);γᾶ S.Ph. 1175
(lyr.); (anap.);τυραννίη Xenoph.3.2
: c. dat., hateful to one, Il. 14.158; λάθα Πιερίσι ς. S.Fr. 568 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυγερός
-
10 στυγερός
heinousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στυγερός
-
11 στυγερά
στυγερόςhated: neut nom /voc /acc plστυγερά̱, στυγερόςhated: fem nom /voc /acc dualστυγερά̱, στυγερόςhated: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
12 στυγερώτερον
στυγερόςhated: adverbial compστυγερόςhated: masc acc comp sgστυγερόςhated: neut nom /voc /acc comp sg -
13 στυγερόν
στυγερόςhated: masc acc sgστυγερόςhated: neut nom /voc /acc sg -
14 στυγεραί
στυγερόςhated: fem nom /voc pl -
15 στυγεροί
στυγερόςhated: masc nom /voc pl -
16 στυγερούς
στυγερόςhated: masc acc pl -
17 στυγερή
στυγερόςhated: fem nom /voc sg (epic ionic) -
18 στυγερήν
στυγερόςhated: fem acc sg (epic ionic) -
19 στυγερώτατοι
στυγερόςhated: masc nom /voc superl pl -
20 στυγερώτατος
στυγερόςhated: masc nom superl sg
См. также в других словарях:
στυγερός — hated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγερός — ή, ό / στυγερός, ά, όν, ΝΑ (για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, φρίκη ή και μίσος, μισητός, βδελυρός (α. «στυγερό έγκλημα» β. «στυγερός εγκληματίας» γ. «προύπεμψεν ἐξ ἐρέβευς ἄξοντα κύνα στυγεροῡ Ἀίδαο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
στυγερός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί τον αποτροπιασμό: Διέπραξε ένα στυγερό έγκλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στυγερά — στυγερός hated neut nom/voc/acc pl στυγερά̱ , στυγερός hated fem nom/voc/acc dual στυγερά̱ , στυγερός hated fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγερώτερον — στυγερός hated adverbial comp στυγερός hated masc acc comp sg στυγερός hated neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγερῶν — στυγερός hated fem gen pl στυγερός hated masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγερόν — στυγερός hated masc acc sg στυγερός hated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγεραῖς — στυγερός hated fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγεραί — στυγερός hated fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγεροῖν — στυγερός hated masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγεροῖο — στυγερός hated masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)