Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μισθῷ+ἔπι+ῥ

  • 1 επί

    (επ;
    εφ') ηρόθ. I με γεν., αιτιατ.,δοτ. 1) (при обознач, места, протяжённости, пространства) на, в, по:

    (γεν.) επί της γης — на земле;

    επί της οδρύ — на улице;

    επί της τραπέζης — на столе;

    επ' ώμου на плече;
    εφ' αμάξης в экипаже;

    επί τόπου — на месте;

    επί ακροατηρίου — перед аудиторией; — открыто, публично;

    κείται επί τού, Σαρωνικού — расположен на берегу Саронического залива;

    (αιτιατ.) επί πάσαν την γήν — по всей земле;

    επί τριάντα χιλιόμετρα — на тридцать километров;

    2) (при обознач, времени):

    (γεν.) επί τού παρόντος — в данный момент;

    επ' εσχατων недавно;
    εφ' όρου ζωής на всю жизнь, до конца жизни;

    επί Τουρκοκρατίας — во время турецкого (владычества;

    επί 'Αλεξάνδρου τού Μακεδόνας — при Александре Македонском;

    επί σοβιετικής εξουσίας — при советской власти;

    (αϊτιατ.) η βροχή διήρκεσεν επί δύο ημέρας — дождь продолжался в 'течение двух дней;

    επί δέκα έτη (ώρες) — в течение десяти лет (часов);

    επ' ολίγας ημέρας в течение нескольких дней;

    σε ανέμενον επί μακρόν (βραχύ) — я ждал тебя долго (недолго);

    επ' άπειρον до бесконечности;
    3) (в отношении, что касается):

    (γεν.) επί τού θέματος — на тему;

    επί της 4ούσίας τού ζητήματος — по существу вопроса;

    επί του προκειμένου — по этому делу;

    επί κάλου (κακού) — в хорошем (плохом) смысле;

    (αιτιατ). το επ' εμέ что касается, меня;

    ως επί το πλείστον, ως επί το πολύ — по большей чости, главным образом, обыкновенно, обычно;

    (δοτ.) φημίζομαι επί ευφυΐα — славиться остроумием;

    εξέχω επί αρετή (εντιμότητι) — отличиться добротой (честностью);

    διαπρέπω επί ανδρεία — отличаться мужеством;

    II με γεν., δοτ.
    1) (при обознач, главенства, руководства, власти):

    (γεν.) επί κεφαλής — во главе;

    ο επί κεφαλής — глава;

    ο επί της Δικαιοσύνης υπουργός — министр юстиции;

    ο επί των φόρων υπάλληλος — налоговый агент;

    ο επί των τελετών — церемонимейстер;

    (*οτ.) το επ' εμοί насколько это в моей власти, насколько это зависит от меня;
    2) (при обознач, прибавки, добавления):

    (*οτ.) επί τούτοις — кроме того, сверх того;

    επί πάσιν — особенно, больше всего, главным образом;

    III με γεν. (при'обознач, распределения, соразмерности, пропорции):

    επί πεντήκοντα εγχειρήσεων εσημειώθησαν δύο μόνον θάνατοι — на пятьдесят операций (зарегистрировано) только два смертных случая;

    παράταξις επί δύο ζυγών — двухшеренговый строй;

    § επί ξυρού ακμής — в критическом положении;

    επί τέλους — наконец;

    επί ταοτού — нарочно, преднамеренно;

    IV με αϊτιατ.
    1) (при обознач, направления, цели):

    επί δεξιά — направо;

    επ' αριστερά налево;

    επί σκοπόν — по цели;

    βαδίζω επί τα ίχνη — ходить по пятам;

    ευρίσκομαι επί τα ίχνη — напасть на след;

    η κατάστασις τού ασθενούς βαίνει επί τα βελτίω (επί τα χείρω) — состояние больного улучшается (ухудшается);

    2) (при обознач, степени):
    επ' ελάχιστον в наименьшей степени;

    επί τοσούτον ώστε... — до такой степени, что...;

    3) (при умножении):

    τρία επί τρία ίσον εννέα — три умноженное на три равняется девяти;

    V με δοτ.
    1) (при обознач, повода, обстоятельства):

    επί' τη ονομαστική σου εορτή — по случаю твоих именин;

    επ' ευκαιρία της αναχωρήσεως μου по случаю моего отъезда;
    επ' ευκαιρία των εορτών по случаю праздников;

    κατηγορείται επί φόνω — обвиняется в убийстве;

    2) (при обознач, цели):

    επί τω σκοπώ — с целью;

    επί τούτω — для этого;

    επί τη προφάσει ότι... — под предлогом того, что...;

    επ' ωφελεία в пользу;

    επί αγαθώ — на благо;

    επί ζημία — в ущерб;

    επί κακώ — назло;

    3) (в отношении родства):
    γαμβρός επ' αδελφή зять (муж сестры);

    γαμβρός επί θυγατρί — зять (муж дочери);

    4) (при обознач, условия, образа действия):

    επί τώ όρω — при условии;

    επί τόκου — под проценты;

    επ' αμοιβή за вознаграждение;

    επί μισθώ — за плату;

    επί αποδείξει — под расписку;

    επ' ενεχύρω под залог;

    επί ισοις όροις — на равных условиях;

    επί τω λόγω της τιμής μου — честное слово;

    επ' ονόματί μου на моё имя;

    άλμα επί κοντώ — прыжок с шестом;

    επί λέξει — слово в слово; — буквально;

    επ' αυτοφώρω с поличным;

    επί εγγυήσει — на поруки;

    § επί ποινή θανάτου — под стрёхом смертной казни;

    επί παρουσία μαρτύρων — в присутствии свидетелей;

    VI (в наречных выражениях):

    επί πολύ — долгое время;

    επ' ολίγον короткое время;

    επί πλέον — кроме того, к тому же, вдобавок;

    επί μάλλον και μάλλον — всё больше и больше

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επί

  • 2 επαιρω

        и эп.-ион.-поэт. ἐπ-αείρω (fut. ἐπᾰρῶ, aor. ἐπῆρα, aor. pass. ἐπήρθην - part. ἐπαρθείς)
        1) поднимать
        

    (κεφαλήν Hom.; βλέφαρα Soph.; ὀφρύν Plut.; med. λόγχην Eur.; χεῖρα Arst.; ἱστούς Polyb.; ἱστίον Plut.)

        ἔπαιρε σαυτόν Arph. — встань;
        ἐ. τέν φωνήν Dem. — возвышать голос;
        ἐπαρθέντος τοῦ ἡλίου Arst. — когда солнце высоко;
        στάσιν γλώσσης ἐπάρασθαι Soph. — вступить в пререкания;
        θρασεῖς λόγους ἐπάρασθαί τινι Dem.выступить против кого-л. с дерзкими речами;
        ἐ. πόλεμόν τινι Plut.начинать войну против кого-л.

        2) превозносить, возвеличивать, прославлять
        

    (τὸν πατρῷον οἶκον Xen.; τινὰ πέρα τοῦ καιροῦ Dem.)

        3) (подняв) взваливать, класть
        

    (ἀμαξάων, sc. τινά Hom.)

        4) (sc. ἑαυτόν) (при)подниматься Her.
        5) побуждать, поощрять
        

    (τινὰ ποιεῖν τι Isocr., Aeschin. и εἴς τι Eur.)

        τίς σ΄ ἐπῆρε δαιμόνων ; Soph. — какое божество подвигло тебя (на это)?;
        ἐ. ψυχήν τινι Eur.придавать духу кому-л., поддерживать бодрость в ком-л.

        6) возбуждать, pass. быть возбуждаемым, подстрекаемым, движимым
        

    (ὑπὸ μισθοῦ Thuc. и μισθῷ Aeschin.; ἐλπίδι τινί Lys.)

        ἥ Ἑλλὰς πᾶσα τῇ ὁρμῇ ἐπῆρται Thuc.вся Эллада была в напряженном ожидании

        7) внушать гордость, pass. гордиться, кичиться
        

    (τινί Her., πρός τι Thuc., ὑπό τινος Lys., ἐπί τινι Xen. и ἔκ τινος Polyb.)

        ἐπηρμένος Thuc. — надменный, высокомерный

    Древнегреческо-русский словарь > επαιρω

  • 3 επιφορα

        ἥ
        1) приношение на могилу Plut.
        2) присвоение
        

    ἐ. ὀνομάτων Plat.именование

        3) добавление, прибавка
        4) привоз, доставка, снабжение
        

    (ἥ ἔξωθεν ἐ. Polyb.)

        5) нападение, набег, налет, натиск
        

    (τῶν ἐχθρῶν Polyb.)

        6) бурный порыв, напор, наплыв
        

    (ῥευμάτων Plut.)

        ἐ. ὄμβρων Polyb. — бурные ливни;
        ἐ. δακρύων Polyb. (внезапный) поток слез;
        ἥ τῆς αἰσθήσεως ἐ. Plut.сосредоточенное внимание

        7) рит. эпифора (конечное предложение периода, в отличие от начального - ἀρχή)
        8) рит. перенесение
        9) лог. заключение, следствие, вывод ( в силлогизме) Diog.L., Sext.

    Древнегреческо-русский словарь > επιφορα

  • 4 μισθός

    ο заработная плата, жалованье, оклад; гонорар;

    εργάζομαι επί μισθω — быть на окладе;

    § άξιος ο μισθός σου — а) пусть бог тебя наградит за твою доброту; — б) ирон. ты мне оказал медвежью услугу

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μισθός

См. также в других словарях:

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

  • μισθώνω — (ΑΜ μισθῶ, όω, Μ και μισθώνω και μιστώνω) [μισθός] 1. πληρώνω ενοίκιο για κάτι, χρησιμοποιώ ως ενοικιαστής κάτι καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το διαμέρισμα με 30.000 δραχμές τον μήνα» 2. παρέχω με μισθό, με ενοίκιο κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… …   Dictionary of Greek

  • παραθητεύω — Α υπηρετώ κάποιον επί μισθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θητεύω «εργάζομαι επί μισθώ»] …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • άρνυμαι — ἄρνυμαι (Α) 1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω 2. αποκτώ, κερδίζω 3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ 4. εκλέγω, προτιμώ 5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα νυ , ο οποίος έχει άμεση… …   Dictionary of Greek

  • αθήτευτος — ἀθήτευτος (Α) [θητεύω] κατά τον Ησύχιο, «ὁ μηδενὶ ἐπὶ μισθῷ δουλεύων» …   Dictionary of Greek

  • λάτρευμα — λάτρευμα, τὸ (Α) [λατρεύω] 1. στον πληθ. τὰ λατρεύματα α) υπηρεσία που παρέχεται επί μισθώ («πόνων λατρεύματα» επίπονη μισθωτή υπηρεσία, Σοφ.) β) λατρεία που παρέχεται στους θεούς («πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῑν», Ευρ.) 2. θεράπων, υπηρέτης,… …   Dictionary of Greek

  • λατρεύς — λατρεύς, έως, ὁ (Α) [λάτρον] 1. αυτός που υπηρετεί κάποιον επί μισθώ, θεράπων, δούλος, υπηρέτης 2. αφοσιωμένος σε κάποιον, λατρευτής …   Dictionary of Greek

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

  • πορνεύω — ΝΜΑ [πόρνη] 1. παρέχω το σώμα μου για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής («μειράκιον μὲν οὖν πάνυ ὡραῑον... ἀνέδην ἐπόρνευε καὶ συνῆν ἐπὶ μισθῷ τοῑς βουλομένοις», Λουκιαν.) 2. μέσ. πορνεύομαι είμαι ή γίνομαι πόρνη νεοελλ. κάνω μια γυναίκα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»