Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μιλ(λ)ός

См. также в других словарях:

  • μιλ(λ)ός — μιλ(λ)ός, ή, ον (α) (κατά τον Ησύχ.) «βραδύς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για επίθ. τής καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων που δεν απαντά σε λογοτεχνικά κείμενα εκτός ίσως από κωμωδίες και διατηρήθηκε για να χρησιμοποιηθεί ως ερμήνευμα σε γλωσσάρια… …   Dictionary of Greek

  • μιλ(λ)ότης — μιλ(λ)ότης, ητος, η (Α) [μιλ(λ)ός] βραδύτητα, νωχέλεια …   Dictionary of Greek

  • Μιλ, Τζον Στούαρτ — (John Steward Mill, Λονδίνο 1806 – Αβινιόν 1873). Άγγλος φιλόσοφος και οικονομολόγος. Διαμορφώθηκε μέσα στο κλίμα του αγγλικού εμπειρισμού, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του οποίου ήταν ο πατέρας του Τζέιμς, συνεργάτης του Μπένθαμ.… …   Dictionary of Greek

  • Μιλ, Τζέιμς — (James Mill, Νορθγουότερ Μπριτζ, Άνγκας 1773 – Λονδίνο 1836). Άγγλος φιλόσοφος και οικονομολόγος, πατέρας του Τζον Στούαρτ. Αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Εδιμβούργο και στο Λονδίνο, έγινε στενός συνεργάτης του Μπένθαμ, από την σκέψη του… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Μιλ, Σέσιλ Μπλάουν — (Cecil Blount de Mille, Άσφιλντ, Μασαχουσέτη 1881 – Χόλιγουντ 1959). Αμερικανός σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Αφού εργάστηκε για μία δεκαετία για το θέατρο ως ηθοποιός και κωμωδιογράφος, το 1912 ίδρυσε μαζί με τον Σάμιουελ… …   Dictionary of Greek

  • Πράις, Γουίλαρντ Ντε Μιλ — (Price, 1887 – ;). Αμερικανός συγγραφέας. Αρχικά ασχολήθηκε με την έκδοση περιοδικών. Το 1919 ηγήθηκε αποστολής στη βόρεια Αφρική για να κινηματογραφήσει τη ζωή των εκεί λαών της. Περιηγήθηκε έπειτα την Ινδία, τη Βιρμανία, την Αίγυπτο και την… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • μίλαξ — (I) μῑλαξ, ακος, ἡ (Α) (αττ. τ.) το φυτό σμίλαξ*. (II) μῑλαξ, ακος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡλικία ἔνιοι δὲ μέλλαξ καὶ παρ Ἑρμίππῳ ἐν Θεοῑς ἀγνοήσας Ἀρτεμίδωρος ἐκεῑ γὰρ μῑλάξ ἐστιν, δηλοῑ δὲ τὸν δημοτικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Γλώσσα που παραδίδει ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»