Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μίλφωσις

См. также в других словарях:

  • μίλφωσις — falling off of the eyelashes fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλφώσεις — μίλφωσις falling off of the eyelashes fem nom/voc pl (attic epic) μίλφωσις falling off of the eyelashes fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλφωσιν — μίλφωσις falling off of the eyelashes fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλφωση — η (Α μίλφωσις) ασθένεια κατά την οποία πέφτουν οι βλεφαρίδες, η μαδάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλφοι + ωσις (πρβλ. ἕλκ ωσις, ἴλλ ωσις), μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *μιλφῶ] …   Dictionary of Greek

  • μιλφός — μιλφός, ὁ (Α) αυτός που πάσχει από μίλφωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. *μιλφῶ (< μίλφοι, πρβλ. μίλφωσις)] …   Dictionary of Greek

  • μιλφώσεως — μιλφώσεω̆ς , μίλφωσις falling off of the eyelashes fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»