Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μητρίδιος

См. также в других словарях:

  • μητρίδιος — μητρίδιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που έχει μήτρα 2. (κατ. επέκτ.) γεμάτος σπόρους, γόνιμος, καρπερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτρα (Ι) + κατάλ. ίδιος (πρβλ. πτερ ίδιος, ωμ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • μητριδίων — μητρίδιος having a fem gen pl μητρίδιος having a masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητρίδια — μητρίδιος having a neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητριδίας — μητριδίᾱς , μητρίδιος having a fem acc pl μητριδίᾱς , μητρίδιος having a fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»