Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μηνίσκος

См. также в других словарях:

  • μηνίσκος — lunar crescent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνίσκος — I (Ανατ.). Ινοχόνδρινος σχηματισμός που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο αρθρικών επιφανειών, με προορισμό να βελτιώνει την εφαρμογή τους. Από το αρθρικό σύστημα του ανθρώπου αναφέρεται ο μ. της γναθοκροταφικής άρθρωσης, που βρίσκεται ανάμεσα στον… …   Dictionary of Greek

  • μηνίσκοι — μηνίσκος lunar crescent masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνίσκοις — μηνίσκος lunar crescent masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνίσκον — μηνίσκος lunar crescent masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνίσκου — μηνίσκος lunar crescent masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνίσκους — μηνίσκος lunar crescent masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνίσκων — μηνίσκος lunar crescent masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνίσκῳ — μηνίσκος lunar crescent masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Meniscus (anatomy) — For other uses, see Meniscus, Lens (optics)#Types of simple lenses, and Meniscus Film Festival. Meniscus (anatomy) Head of right tibia seen from above, showing menisci and attachments of ligaments …   Wikipedia

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»