Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μηνυτής

См. также в других словарях:

  • μηνυτής — ο,θηλ. και μηνύτρια (ΑΜ μηνυτής και δωρ. τ. μανυτάς, θηλ. μηνύτρια) [μηνύω] αυτός που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη ή αυτός που υποβάλλει μήνυση νεοελλ. μσν. 1. αυτός που φέρνει μήνυμα, αγγελιαφόρος, απεσταλμένος 2. αυτός που δίνει πληροφορίες αρχ …   Dictionary of Greek

  • μηνυτής — ο θηλ. ύτρια αυτός που υποβάλλει μήνυση, ο ενάγων: Ο μηνυτής απέσυρε τις κατηγορίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηνυτής — μηνῡτής , μηνυτής bringing to light masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφάντης — ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, ιδος, Α 1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας 2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές β) μηνυτής εκείνων… …   Dictionary of Greek

  • μηνυτά — μηνῡτά̱ , μηνυτής bringing to light masc nom/voc/acc dual (doric) μηνῡτά , μηνυτής bringing to light masc voc sg (doric) μηνῡτά , μηνυτής bringing to light masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνυτάς — μηνῡτά̱ς , μηνυτής bringing to light masc acc pl (doric) μηνῡτά̱ς , μηνυτής bringing to light masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AD Responsum — dicti olim οἱ τῶ ἀποκρίσεων μηννταὶ, quas μηνύσεις qui faciebant, erant Secretarii, vel a Secretis. Hinc qui Vopisco in Divo Aureliano c. 36. dicitur Notarius Secretorum, is Zosimo vocatur τῶ ἔτρωθεν φερομένων ἀποκρίϚεων μηνυτής: id quod erat… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμφιορκία — ἀμφιορκία, η (Α) αμοιβαίος όρκος, δηλ. 1. ο όρκος τών δικαστών από το ένα μέρος και τών διαδίκων από το άλλο 2. ο όρκος που έδιναν οι διάδικοι, ο μηνυτής και ο κατηγορούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + *ορκ ία < ὅρκος] …   Dictionary of Greek

  • αντίδικος — ο (Α ἀντίδικος, ον) ο αντίπαλος σε δίκη, ο καθένας από τους δύο διαδίκους αρχ. 1. ο εναγόμενος, ο κατηγορούμενος 2. ο μηνυτής, ο ενάγων 3. ο εχθρός, ο αντίπαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + δικος < δίκη] …   Dictionary of Greek

  • διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια …   Dictionary of Greek

  • δυσφήμηση — Νομικός όρος που αναφέρεται στη διάδοση μιας πληροφορίας που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη ενός άλλου προσώπου. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η δ. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»