-
1 μηλόω
-
2 μηλωτρίς
A instrument for probing, esp. for cleaning the ears, Antyll. ap. Orib.44.23.53, Gal.19.85; wrongly supposed to be a compound of μηλόω, οὖς, Id.13.407.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλωτρίς
-
3 μήλη
Grammatical information: f.Meaning: `chirurgical probe' (Hp., AP).Compounds: As 2. member in πλατυ-μήλη `broad probe' (medic.) and other determinatives (Risch IF 59, 285), ἀμφί-μηλον n. `probe with two ends' (medic.).Derivatives: μηλόω `probe' (Hp., Ar.), midd. also `paint wool' (Eust., H.) with μήλωσις `probing', μηλω-τή, - τίς, - τρίς, - τρίδιον `probe' (medic.); μηλ-αφάω `probe' (Sophr., H., EM, Eust.; after ψηλαφάω); μήλωθρον `painted wool' (Eust., H.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained. Prellwitz proposed from *μασ- λᾱ (or *μᾱ-λᾱ) to μαίομαι, μάσ-σασθαι `touch, examine'.Page in Frisk: 2,225Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μήλη
См. также в других словарях:
μαλατήρες — μαλατῆρες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ναῡται». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. μαλατῆρες είναι εσφαλμένη γραφή τού τ. μᾱλωτῆρες, οπότε η λ. συνδέεται με τους τύπους (τής ιατρικής ορολογίας) μήλη «καθετήρας» και μηλόω] … Dictionary of Greek
μηλωτή — (I) η (ΑΜ μηλωτή) δέρμα προβάτου, προβειά ή κάθε ακατέργαστο και τριχωτό δέρμα ζώου νεοελλ. μσν. είδος επενδύτη ή κάλυμμα τών ώμων που έχει κατασκευαστεί από τριχωτό δέρμα, ιδίως προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο», πιθ. από αμάρτυρο ρ.… … Dictionary of Greek
μηλωτής — μηλωτής, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ποιμήν». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *μηλόω (πρβλ. μηλωτή (Ι)] … Dictionary of Greek