Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μηδὲν

См. также в других словарях:

  • μηδέν — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην αριθμητική. Δηλώνει το ουδέτερο στοιχείο της πρόσθεσης και συμβολίζεται με το σύμβολο 0 (ισχύει, δηλαδή, α + 0 = α για οποιονδήποτε αριθμό της αριθμητικής α). Γενικότερα στην άλγεβρα, αν ένα σύνολο είναι… …   Dictionary of Greek

  • μηδέν — το ενός 1. κάτι που δεν υπάρχει, η ανυπαρξία, το τίποτα: Έγινε πλούσιος από το μηδέν. 2. αυτό που δεν έχει καμιά αξία: Έγινε πολύς θόρυβος για το μηδέν. 3. το αριθμητικό σύμβολο 0, το μηδενικό: Πήρε μηδέν στο διαγώνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μηδὲν θαυμάζειν. — μηδὲν θαυμάζειν. См. Ничему не удивляйся …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μηδέν — μηδείς not one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδέν' — μηδένα , μηδείς not one masc/fem acc sg μηδένα , μηδείς not one neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μὴδεν ὑπἐρ τὸν καλάποδα. — См. Не свыше сапога …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μηδὲν ἀμαρτεῖν ἐστὶ θεῶν. — См. Один Бог без греха …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • εντροπία — Θερμοδυναμικό μέγεθος. Μεταφράζει σε μαθηματική μορφή τις συνέπειες του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο η ολοκληρωτική μετατροπή της θερμότητας σε μηχανικό έργο είναι αδύνατη. Από τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις, βασισμένες… …   Dictionary of Greek

  • ничьтоже — (>1000) мест. отриц. 1.Ничто, ни один (предмет): Ничьсоже бе стро˫а ни бес промысла б҃жи˫а не бываѥть на земли Изб 1076, 131; а мънѣ не въдасть ничьтоже ГрБ № 9, XI; не емли ничътоже ѹ него ГрБ № 109, XI/XII; изиде отаи из домѹ. не имыи ѹ себе …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»