Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μεϑίεμεν

См. также в других словарях:

  • μεθιέμεν — μεθίημι set loose pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθίεμεν — μεθίημι set loose imperf ind act 1st pl (homeric ionic) μεθίημι set loose pres ind act 1st pl μεθί̱εμεν , μεθίημι set loose imperf ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»