Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μεϑεῖτε

См. также в других словарях:

  • μεθεῖτε — μεθίημι set loose aor opt act 2nd pl μεθίημι set loose aor opt act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκυ — (Α) 1. κούκου, η φωνή τού κόκκυγα, τού κούκου 2. (ως επιφών.) εμπρός, γρήγορα («κόκκυ, μεθεῑτε» εμπρός, γρήγορα, αφήστε, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. *kuku (που οφείλεται σε ονοματοποιία από μίμηση τής φωνής τού κούκου), προήλθε από… …   Dictionary of Greek

  • όργανος — ὄργανος, άνη, ον, θηλ. και ὀργάνα (Α) [όργανον] αυτός που κατασκευάζει κάτι («τίνος εἵνεκ ἄτιμον ὀργάναν χέρα τεκτοσύνας Ἐνυαλίῳ... προσθέντες τάλαιναν... μεθεῑτε Τροίαν;», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»