-
1 μετρώ
[мэтро] р. мерить, измерять, считать, перечислять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μετρώ
-
2 замерять
μετρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замерять
-
3 измерять
μετρώ, προσδιορίζω, εκτιμώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > измерять
-
4 подсчитывать
μετρώ, υπολογίζω, λογαριάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подсчитывать
-
5 промерять
μετρώ, ελέγχω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > промерять
-
6 считать
считать 1ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. считзняый, βρ: -тэл, -а, -о.1. αριθμώ μετρώ•считать до десяти μετρώ ως τα δέκα.
2. μ. λογαριάζω•считать деньги μετρώ τα χρήματα•
считать овец μετρώτα πρόβατα•
считать на счтах λογαριάζω στο αριθμητήριο•
считать температуру μετρώ τη θερμοκρασία•
считать в километрах μετρώ σε χιλιόμετρα.
|| μτφ. (ανα) θυμούμαι, αναλογίζομαι•считать обиды αναλογίζομαι τις προσβολές•
считать зло θυμούμαι το κακό ή την κακία.
3. υπολογίζω. || θεωρώ, νομίζω, φρονώ• εκλαμβάνω•, что он прав νομίζω ότι αυτός έχει δίκιο•его считатьли умершим τον είχαν για πεθαμένο•
нас за ни кого не -ют μας έχουν (θεωρούν) για τίποτε•
считать своим долгом θεωρώ καθήκον μου.
εκφρ.считать дни, часы, минуты – μετρώ τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά (περιμένω ανυπόμονα)•считать звзды – μετρώ τ αστέρια: α) ονειροπολώ, β) χαζεύω.1. μετρώ, λογαριάζω. || λογαριάζομαι, κάνω λογαριασμό με κάποιον. || βρίσκω λογαριασμό•считать нельзя να βρω λογαριασμόείναι αδύνατο (για πλήθος αντικειμένων).
2. λαβαίνω (παίρνω) υπ όψη. || υπολογίζομαι, υπολήπτομαι.3. θεωρούμαι, λογίζομαι.4. ανήκω, είμαι γραμμένος στη δύναμη•я -юсь во втором батальоне ανήκω στο δεύτερο τάγμα.
5. μετριέμαι, αριθμούμαι• λογαριάζομαι.считать 2ρ.σ.μ. διαβάζω, συγκρίνω κείμενο•считать гранку с рукописью συγκρίνω το δοκίμιο με το χειρόγραφο.
-
7 мерить
-рю, -ришьκ. (απλ.) мерять, -яю, -яешьρ.δ.μ.1. μετρώ, καταμετρώ•мерить температуру μετρώ τη θερμοκρασία•
мерить глубину μετρώ το βάθος.
|| μτφ. προσδιορίζω, υπολογίζω, εκτιμώ•мерить силы врага εκτιμώ τις δυνάμεις του εχθρού.
|| μτφ. βαδίζω, βηματίζω, διανύω,πηγαινοέρχομαι.2. προβάρω, κάνω πρόβα, δοκιμάζω.εκφρ.мерить вёрсты – μετρώ τα βέρστια(διανύω μεγάλες αποστάσεις)•мерить глазами (взглядом, взором) – μετρώ (εκτιμώ) με το μάτι•мерить тою же мерою (ή в ту же -у) – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίδω τα ίσα).1. μετριέμαι, αντιμετριέμαι, παραβγαίνω• αλληλομετριέμαι.2. μετρώ το ύψος μου. -
8 измерить
измерить 1ρ.σ.μ.1. μετρώ, καταμετρώ•измерить температуру тела μετρώ τη θερμοκρασία του σώματος•
измерить длину μετρώ το μήκος.- глубину чувства (μτφ.) μετρώ το βάθος του αισθήματος.
2. μτφ. γυρίζω πολλά μέρη, περιέρχομαι, περιοδεύω.εκφρ.измерить взглядом (ή глазами, взором) – κοιτάζω από πάνω ως κάτω, από το κεφάλι ως τα πόδια.измерить 2ρ.δ.βλ. измерить.μετριέμαι. -
9 просчитать
ρ.σ.1. λογαριάζω, μετρώ•просчитать до ста μετρώ ως τα εκατό•
просчитать деньги μετρώ τα χρήματα.
2. κάνω λάθος στο μέτρημα (δίνω παραπάνω)•кассир -ал двадцать рублей ο ταμίας έκανε λάθος (σε βάρος του) είκοσι ρούβλια.
3. μετρώ (για ένα χρον. διάστημα).κάνω λάθος στο μέτρημα (δίνω παραπάνω). || διαπράττω λάθος, πέφτω έξω στους υπολογισμούς. -
10 дорожить
дорожитьнесов (чем-л.) ἐκτιμώ:\дорожить своим временем φείδομαι χρόνου· \дорожить каждой копейкой μετρώ καί τό καπίκι, μετρώ καί τή δεκάρα· \дорожить каждой минутой μετρώ τό κάθε λεπτό. -
11 замерить
ρ.σ.μ. (κατα)μετρώ•замерить длину μετρώ το μήκος•
замерить напряжение μετρώ την τάση του ηλεκτρ. ρεύματος.
-
12 намерить
ρ.σ.(με σημ. ποσοτική) μετρώ•намерить мешок муки μετρώ ένα τσουβάκι αλεύρι• намерить 40 метров полотна μετρώ 40 μέτρα ύφασμα.
-
13 насчитать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насчитанный, βρ: -тан, -а, -о.1. αριθμώ, απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω, λογαριάζω.2. λογαριάζω επί πλέον, μετρώ παραπάνω•насчитать пять лишних рублей μετρώ πέντε ρούβλια παραπάνω.
-
14 обмерить
ρ.σ.μ.1. μετρώ, καταμετρώ•обмерить поле μετρώ το χωράφι•
обмерить квартиру μετρώ το χώρο του διαμερίσματος.
2. κλέβω, τρώγω στο μέτρημα, στο μέτρο.λαθεύω κάνω λάθος στο μέτρημα. -
15 отсчитать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отсчитанный, βρ: -тан, -а, -оμετρώ•отсчитать сорок рублей μετρώ σαράντα ρούβλια•
отсчитать двадцать шагов от дома μετρώ είκοσι βήματα από το σπίτι.
-
16 пересчитать
ρ.σ.μ.1. μετρώ, καταμετρώ, απαριθμώ, λογαριάζω•пересчитать деньги μετρώ τα χρήματα•
пересчитать присутствующих μετρώ τους παρόντες.
2. ξαναμετρώ•пересчитать для проверки ξαναμετρώ για έλεγχο.
εκφρ.пересчитать кости ή рбра – σπάζω τα κόκκαλα ή τα πλευρά (χτυπώ αλύπητα). -
17 счесть
сочту, сочтшь, παρλθ. χρ. счл, сочла, -члс παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сочтнный, βρ: -тн, -тена, -тено;επιρ. μτχ. сочтя ρ.σ.1. (παλ. κ. απλ.) λογαριάζω, μετρώ•, счесть деньги μετρώ χρήματα•счесть в уме λογαριάζωνοερώς•
счесть по пальцам μετρώ με τα δάχτυλα.
|| μτφ. παίρνω (λαβαίνω) υπόψη.2. αριθμώ.εκφρ.не счесть ή не сочтшь – δε μετρ ιώνται (είναι απειράριθμοι, αμέτρητοι).αριθμούμαι, μετριέμαι, λογαριάζομαι. -
18 отсчитывать
1. (брать показания прибора) μετρώ, κάνω μετρήσεις 2. (считая, отделять) μετρώ και ξεχωρίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отсчитывать
-
19 глубина
глубина ж 1) το βάθος измерять \глубинау μετρώ το βάθος» βυθομετρώ на \глубинае десяти метров σε βάθος δέκα μέτρα 2) перен. η βαθύτητα* * *ж1) το βάθοςизмеря́ть глубину́ — μετρώ το βάθος, βυθομετρώ
на глубине́ десяти́ ме́тров — σε βάθος δέκα μέτρα
2) перен. η βαθύτητα -
20 мерить
мерить 1) (измерять) μετρώ; \мерить температуру θερμομετρώ 2) (примерять) δοκιμάζω, προβάρω* * *1) ( измерять) μετρώме́рить температу́ру — θερμομετρώ
2) ( примерять) δοκιμάζω, προβάρω
См. также в других словарях:
μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
μετρώ — μετράω / μετρώ, μέτρησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μετρώ — μέτρησα, μετρήθηκα, μετρημένος 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση, την αξία κτλ. ενός πράγματος σε σχέση με ένα μέτρο: Μέτρησε το βάρος των εμπορευμάτων. 2. αριθμώ, απαριθμώ: Το παιδί μου έμαθε να μετρά ως το είκοσι. 3. υπολογίζω, σταθμίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετρῶ — μετρέω measure pres subj act 1st sg (attic epic doric) μετρέω measure pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρω — μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc dual μέτρον that by which anything is measured neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρῳ — μέτρον that by which anything is measured neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομομετρώ — μετρώ την ταχύτητα του πλοίου με δρομόμετρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτρωι — μέτρῳ , μέτρον that by which anything is measured neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
παραμετρώ — παραμετρῶ, έω, ΝΑ μετρώ αρχ. 1. μετρώ με βάση κάτι άλλο, παραβάλλω, συγκρίνω κάτι με κάτι άλλο 2. μετρώ με τη χρήση γνώμονα 3. μετρώ με ειδικό μέτρο 4. παρέχω γνώμονα για μέτρηση 5. ορίζω κατανάλωση, δαπάνη 6. παραδίδω κάτι αφού τό μετρήσω 7.… … Dictionary of Greek
κοινομετρώ — κοινομετρῶ, έω (Α) πάπ. (για ιδιοκτήτη και μισθωτή) μετρώ από κοινού την παραγωγή σιταριού ή άλλων δημητριακών, για να γίνει η κατανομή τού ποσοστού που ανήκει στον καθένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + μετρῶ (< μετρος < μέτρον), πρβλ. δια μετρώ,… … Dictionary of Greek