-
1 προβάρω
[проваро] р. примерять одежду,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προβάρω
-
2 мерить
мерить 1) (измерять) μετρώ; \мерить температуру θερμομετρώ 2) (примерять) δοκιμάζω, προβάρω* * *1) ( измерять) μετρώме́рить температу́ру — θερμομετρώ
2) ( примерять) δοκιμάζω, προβάρω -
3 примерить
примерить δοκιμάζω· προβάρω, κάνω πρόβα (у портного)* * *δοκιμάζω; προβάρω, κάνω πρόβα ( у портного) -
4 перемерить
ρ.σ.μ.1. ξαναμετρώ• μετρώ ακόμα μια φορά•перемерить комнату ξαναμετρώ το δωμάτιο.
2. ξαναπροβάρω, ξανακάνω πρόβα, ξαναδοκιμάζω•перемерить костюм ξανακάνω πρόβα.το κοστούμι.
3. μετρώ (όλο, πολύ).4. προβάρω (όλα, πολλά)•перемерить много шляп προβάρω πολλά καπέλα.
-
5 примерять
примерятьнесов προβάρω, κάμνω πρόβα -
6 пробовать
пробоватьнесов1. (на вкус) δοκιμάζω, γεύομαι·2. (испытывать) δοκιμάζω, προβάρω:\пробовать свой силы δοκιμάζω τάς δυνάμεις μου·3. (пытаться) δοκιμάζω, ἐπιχειρώ, ἀποπειρώμαι, προσπαθώ:\пробовать что́-л. делать ἐπιχειρώ νά κάνω κάτι. -
7 мерить
-рю, -ришьκ. (απλ.) мерять, -яю, -яешьρ.δ.μ.1. μετρώ, καταμετρώ•мерить температуру μετρώ τη θερμοκρασία•
мерить глубину μετρώ το βάθος.
|| μτφ. προσδιορίζω, υπολογίζω, εκτιμώ•мерить силы врага εκτιμώ τις δυνάμεις του εχθρού.
|| μτφ. βαδίζω, βηματίζω, διανύω,πηγαινοέρχομαι.2. προβάρω, κάνω πρόβα, δοκιμάζω.εκφρ.мерить вёрсты – μετρώ τα βέρστια(διανύω μεγάλες αποστάσεις)•мерить глазами (взглядом, взором) – μετρώ (εκτιμώ) με το μάτι•мерить тою же мерою (ή в ту же -у) – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίδω τα ίσα).1. μετριέμαι, αντιμετριέμαι, παραβγαίνω• αλληλομετριέμαι.2. μετρώ το ύψος μου. -
8 опробовать
-ую, -уешьρ.δ.κ.σ.1. δοκιμάζω, κάνω πρόβα, προβάρω. || αναλύω, εξετάζω.2. γεύομαι. -
9 примерить
ρ.σ.μ. προβάρω, κάνω πρόβα•платье κάνω πρόβα το φόρεμα.
δοκιμάζω μετρώ, εκτιμώ, υπολογίζω•-лся и прыгнул через канаву εκτίμησε τις δυνάμεις του και πήδησε τον αύλακα.
-
10 примерка
-и θ.πρόβα• δοκιμή•делать -у κάνω πρόβα, προβάρω.
См. также в других словарях:
προβάρω — προβάρω, πρόβαρα και προβάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προβάρω — Ν 1. κάνω πρόβα, δοκιμάζω («πρόβαρα το πανταλόνι να δω αν μού κάνει») 2. ναυτ. πλευρίζω σε προκυμαία ή σε άλλο πλοίο, παραβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. provare (βλ. λ. πρόβα)] … Dictionary of Greek
προβάρω — (από λ. ιταλ.), κάνω δοκιμή, δοκιμάζω: Περάστε στο θάλαμο να προβάρετε το φόρεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προβάρισμα — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προβάρω, το να κάνει κάποιος πρόβα 2. ναυτ. η παραβολή, το πλεύρισμα πλοίου σε προβλήτα ή σε άλλο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek